Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Κεφάλαιο 2ο Το ταξίδι αρχινά

Έβαλα τα δυο μου χέρια στις άκρες του κουτιού, και με ήρεμο τρόπο άρχισα να τραβάω το καπάκι του προς τα πάνω ώσπου να ανοίξει.
Οι παλάμες μου έτρεμαν από την θέληση να ανακαλύψουν τι υπήρχε κρυμμένο μέσα σε αυτό το κουτί.
Με το που το άνοιξα, ένιωσα άνεμο να με τυλίγει, έκλεισα με φόρα τα μάτια μου, λόγο της πίεσης που μου ασκούταν.
Ένιωσα σαν κάτι να τυλίγεται στο σώμα μου, άνοιξα τα μάτια μου, και το ίδιο απότομα που εμφανίστηκε ο άνεμος, το ίδιο ξαφνικά εξαφανίστηκε.
Κοίταξα προσεχτικά γύρω μου, το κουτί ήταν ανοιχτό, και μέσα υπήρχε ένα ξίφος, και δίπλα του ακριβώς το φουστάνι που φορούσα.
Αμέσως κοίταξα εμένα την ίδια, το σώμα μου. Πλέον ήμουν ντυμένη με περίεργα ρούχα, έμοιαζαν με πολεμικά. Φορούσα κάτι καστανά σανδάλια που έφταναν ως το γόνατο μου. Το φόρεμα που φορούσα, με κόκκινα και μπλε σχέδια, ενώ στην μέση είχε ένα Χρυσό μισοφέγγαρο. Για την ακρίβεια το συγκεκριμένο φόρεμα θεωρούταν πολύ κοντό, ίσα που έφτανε μέχρι το μπούτι. Κοιτούσα τον εαυτό μου, λες και ήμουν μια άλλη.
Πίσω από τα σανδάλια υπήρχε χώρος για να κρύψω όποιο μαχαίρι ήθελα, και στο δεξιό μου πλευρό κρεμόταν μία θήκη ξίφους.
Κοίταξα πάλι το κουτί, μέσα βρισκόταν ακόμα το φόρεμά μου και το ξίφος.
Με μία άγρια κίνηση τράβηξα το ξίφος με το δεξί μου χέρι. Άρχισα να παρατηρώ το κάθε του σχέδιο. Η λαβή του ήταν από ασήμι και είχε διάφορα σχέδια από μπρούτζο, ενώ στην μέση υπήρχε το χαρακτηριστικό μισοφέγγαρο.
Με στοργή το πέρασα μέσα στην θήκη. Δεν ήξερα γιατί, αλλά αυτά τα ρούχα με έκαναν να νιώθω πολύ οικία, σαν να έχουν φτιαχτεί για εμένα.
Ίσως να έχουν σχέση με την αυριανή νύχτα, ίσως είναι για να με βοηθήσουν.
«Amaradeath κατέβα να καληνυχτίσεις τον πατέρα σου» Άκουσα την μητέρα μου να φωνάζει.
“Ωχ η μητέρα μου δεν πρέπει να με δει έτσι”
Άρχισα αμέσως να ξεντύνομαι, όταν όμως προσπάθησα να πάρω το φουστάνι μου από το κουτί, έμοιαζε σαν να είχε κολλήσει.
Στράφηκα προς την κούτα με τα ρούχα μου, και τράβηξα όποιο φόρεμα βρήκα μπροστά μου, βάζοντας στην θέση του την πολεμική στολή, και με γρήγορες κινήσεις το φόρεσα, καθώς κατέβαινα τρέχοντας τις σκάλες. Μπήκα στο δωμάτιο και είδα τον πατέρα μου να έχει ήδη ξαπλώσει στο κρεβάτι του. Έσκυψα βιαστικά και τον φίλησα στο μάγουλο, σιγομουρμούρισα ένα καληνύχτα στην μητέρα μου, και πήγα πάλι βιαστικά στο δωμάτιο μου.
Καθώς ξάπλωσα στο κρεβάτι μου, γύρισα να κοιτάξω έξω από το παράθυρο.
Το πέπλο της νύχτας είχε σκεπάσει για τα καλά, όλο το χωριό.
Κοίταξα αφηρημένη το φεγγάρι καθώς έλεγα στον εαυτό μου.
“Αύριο τέτοια ώρα θα κάνω αυτό που αναζητούσα τόσα χρόνια.” Και τελειώνοντας αυτήν την φράση μου αφέθηκα στον κόσμο των ονείρων. Που να ήξερα όμως ότι δεν θα ήταν τόσο εύκολα όπως νόμιζα.
Στον ύπνο μου, ήταν σαν να συνέχιζα το όραμα που είχα δει νωρίτερα την ίδια μέρα. Είδα πως και πάλι προχωρούσα στην βροχερή νύχτα, μόνο που αυτήν την φορά αναγνώριζα την πολεμική στολή που φορούσα.
Ακολουθούσα και πάλι το φως, όμως λίγο πριν φτάσω και μάθω από πού προέρχεται, ένας τεράστιος λύκος εμφανίστηκε μπροστά μου γρυλίζοντας.
Τράβηξα το ξίφος μου και προσπάθησα να του επιτεθώ, όμως ήταν πολύ πιο γρήγορα, με έριξε κάτω και ανέβηκε από πάνω μου. Έτρεμα, ένιωθα τον ιδρώτα να τρέχει από το πρόσωπο μου, με αποτέλεσμα να ξυπνήσω απότομα πέφτοντας από το κρεβάτι μου.
Ένιωθα τον δεξί μου ώμο να καίει. Με το ζόρι κράτησα μία κραυγή πόνου.
Κοίταξα το σημάδι μου. Και κατάλαβα γιατί πονούσα. Είδα το μισοφέγγαρο να έχει γίνει πλέον πιο ανάγλυφο ενώ ήταν περιτριγυρισμένο από μία χαρακωμένη γραμμή, μία γραμμή με το δικό μου αίμα.
Δεν ήξερα τι να κάνω
Κοίταξα τον ήλιο έξω και συνειδητοποίησα ότι πρέπει να κόντευε μεσημέρι.
Σηκώθηκα όρθια πείρα έναν σάκο και μέσα έβαλα την στολή μου και το ξίφος μου.
Έπειτα με ελαφρύ βηματισμό κατέβηκα τις σκάλες και βγήκα έξω από το σπίτι μου.
Οι γονείς μου έλειπαν βρίσκονταν και οι δύο στο χωριό. Ήταν η τέλεια ευκαιρία να το σκάσω.
Κατευθύνθηκα προς την μεριά του ψηλού δέντρου.
Άφησα τον σάκο στις ρίζες του, και αγκάλιασα και με τα δυο μου χέρια τον κορμό του.
Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου.
Ήξερα πως μπορεί να μην το ξαναέβλεπα ποτέ.
Ένιωσα τα κλαδιά του να τυλίγονται γύρω μου, και αν και μου φάνηκε περίεργο έμεινα εκεί στην τρυφερή αγκαλιά του.
«Πρέπει να φύγω τώρα» Μουρμούρισα, και αμέσως τα κλαδιά απομακρύνθηκαν από πάνω μου. Πλέον ούτε αυτό δεν μου φαινόταν περίεργο, όλα τα περίμενα σε αυτό το ταξίδι που ξεκινούσα, ακόμα και δέντρα με αισθήματα, κοίταξα τον παλιό μου φίλο, και μου φάνηκε πως είδα νερό να τρέχει από διάφορες σχισμές του, σαν να έκλαιγε όπως εγώ.
Έβαλα τα χέρια μου μέσα στην μικρή κουφάλα του και το χάιδεψα απαλά, έπειτα χωρίς να πω τίποτε άλλο, πήρα τον σάκο μου και άρχισα να κατευθύνομαι προς το μέρος του χωριού.
Κανένα παιδί δεν βρισκόταν έξω από το σπίτι του, όλοι φοβόντουσαν να τα αφήσουν να παίξουν εκείνη την ημέρα.
Οι μόνοι που κυκλοφορούσαν ήταν μερικοί γέροι, ή ορισμένες μανάδες που είχαν βγει για ψώνια. Παρόλα αυτά, ανέπτυξα ταχύτητα στον βηματισμό μου, καλύτερα να μην με πρόσεχε κανείς.
Είχα σκυφτό το κεφάλι και τα μαύρα μαλλιά μου χόρευαν στην κάθε πνοή του ανέμου.
Χωρίς να καταλάβει το πως, βρέθηκα στην άκρη του βάλτου. Λίγα βήματα πιο πέρα και θα ήμουν εντελώς εκτός του χωριού.
Πλέον πήγαινα όλο και πιο αργά, φόβος είχε αρχίσει να με κατακλύζει, ξαφνικά έπεσα πάνω σε κάποιον, δεν τολμούσα να σηκώσω το κεφάλι μου να δω ποιος είναι απλώς απομακρύνθηκα γρήγορα.
«Επ για πού το έβαλες.» Άκουσα κάποιον να λέει, γύρισα να κοιτάξω ποιος ήταν.
Ψιλός γύρω στην ηλικία τον 18 , με καστανά μακριά μαλλιά που έφταναν ως τον ώμο του και καταγάλανα μάτια.
«Εεε, εγώ…»
«Να υποθέσω πας στο άγνωστο να βρεις τους αγνοούμενους.» Μου είπε κοιτάζοντάς με σκυθρωπά.»
«Ναι, μα πως το ήξερες;» Δεν μου απάντησε, μόνο συνέχισε να μιλάει σαν να μην τον διέκοψα ποτέ.
«Άμα θες να φτάσεις εκεί και να μην είσαι άλλη μία αιχμάλωτος τους, πρέπει να έχεις στολή, πρέπει να ξέρεις να χειρίζεσαι το ξίφος.»
«Μα έχω και στολή, και ξίφος.» Είπα θαρραλέα.
«Ναι όμως ξέρεις να το χειρίζεσαι; Πήγαινε άλλαξε, θα σε περιμένω εδώ ακριβώς, θα σου μάθω, τουλάχιστον τα βασικά μέχρι να έρθει η ώρα να φύγεις.
«Μα εσύ που τα ξέρεις όλα αυτά, ποιος είσαι;»
«Κάποια στιγμή θα μάθεις, αλλά όχι ακόμα.» Μου απάντησε… Δεν επέμενα παραπάνω, εξάλλου αυτήν την εκπαίδευση την χρειαζόμουν και δεν είχα και πολύ χρόνο στην διάθεση μου. Ήδη είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει.
Κρύφτηκα πίσω από ένα περίεργο δέντρο και άρχισα να βγάζω τα ρούχα μου, όταν πλέον είχα αλλάξει, κατευθύνθηκα και πάλι προς τα εκεί όπου είχα δει το περίεργο αγόρι.
Πλέον το σημάδι στον ώμο μου ήταν ορατό.
Κοίταξα προς το μέρος του και είδα πως είχε βγάλει την μπλούζα του, πολύ τολμηρό για την εποχή εκείνη. Το σώμα του ήταν υπερβολικά γυμνασμένο και γεμάτο κοιλιακούς.
«Δεν έχουμε πολύ χρόνο καλύτερα να σου μάθω τα πιο βασικά, πριν βγει η πανσέληνος.» Μουρμούρισε χωρίς να με κοιτάει, και με έναν περίεργο τρόπο μάζεψε τα καστανά μακριά μαλλιά του έτσι ώστε να μην πέφτουν στο πρόσωπο του.
Έπειτα πήρε ένα ξίφος που ήταν ακουμπισμένο στο πάτωμα και με κοίταξε.
Δεν χρειάστηκε να μου το πει, έβγαλα το ξίφος μου από την θήκη του και στράφηκα απέναντί του.
Πριν με ειδοποιήσει καν, άρχισε να έρχεται προς το μέρος μου, και να με συγκρούει τα ξίφη μας ασταμάτητα. Προσπαθούσα να τον αποκρούσω, μέχρι που έπεσα κάτω.
«Δεν τα πήγες κι άσχημα για πρώτη φορά.» Μου είπε κι μου έκλεισε το μάτι, Ναι λες και δεν ήξερα πως τα πήγα χάλια.
Μου έδωσε το χέρι του και με βοήθησε να σηκωθώ.
Αφότου σηκώθηκα αυτήν την φορά ήμουν πιο προετοιμασμένη οπότε όταν πήγε να με χτυπήσει τον απέκρουσα αμέσως. Όσες πιο πολλές φορές γινόταν αυτό, τόσο πιο σίγουρη ένιωθα, πως τα μάθαινα όλα πια.
Κάθε λεπτό που περνούσε γινόμουν και καλύτερη, μέχρι που κατάφερα και τον αφόπλισα ρίχνοντας κάτω και απειλώντας τον με το δικό μου ξίφος.
«Μπράβο, είδες, μια χαρά… Ωχ ΟΧΙ.» Μου είπε και με κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια.
«Τι συνέβη?»
«Η πανσέληνος, φύγε γρήγορα.» Είπε δείχνοντας μου με το δάχτυλό του το φεγγάρι που σιγά, σιγά ξεπρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο. Εγώ τον κοιτούσα, πήγα να τον βοηθήσω να σηκωθεί, όμως αυτός μου είπε κάτι που περισσότερο με γρύλισμα ακούστηκε, παρά με ανθρώπινη λαλιά.
«Φύγε ΤΩΡΑ, ΤΡΕΧΑ.»
Έκανα αυτό που μου είπε, άρπαξα τον σάκο μου κι άρχισα να τρέχω, έτρεχα σαν να προσπαθούσα να ξεφύγω από κάτι, όμως δεν ήξερα από τι.
Καθώς έτρεχα κοιτούσα γύρω μου, μήπως και δω το φως.
Σταμάτησα απότομα καθώς ένιωσα την έλξη, γύρισα στα αριστερά μου, και είδα κάπου στο βάθος κάτι φώτα να αχνοφαίνονται. Είχε αρχίσει να βρέχει, και ο αέρας φυσούσε άγρια.
Αυτό ήταν. Το βρήκα.

Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Κεφάλαιο 1ο Το όραμα


“15 χρόνια έχουν περάσει από τότε που είχε συμβεί η πρώτη εξαφάνιση.
Η εξαφάνιση κάποιου ανήλικου. Κάποιου παιδιού που απομακρυνόταν από το χωριό προς την μεριά του βάλτου, και ποτέ δεν ξαναεμφανιζόταν.
Πριν από 15 χρόνια είχε εξαφανιστεί ένα 5χρονο αγόρι, ο αδερφός μου.
Δεν τον γνώρισα ποτέ, όταν εξαφανίστηκε ήμουν μόλις 2 μηνών. Ψάχνανε όλοι, όμως κανείς δεν βρήκε τίποτα, ούτε ένα στοιχείο για το που μπορεί να βρισκόταν. Όλοι είχαν απελπιστεί, και μετά από μία εβδομάδα αναζήτησης τα παραιτήσανε.
Πίστευαν ότι μπορεί να είχε πέσει μέσα στον βάλτο, ή να τον είχε φάει κάποιο θηρίο. Από τότε η μητέρα μου ήταν πολύ επιφυλακτική μαζί μου. Δεν με άφηνε να πάω πουθενά αν δεν ήξερε πως ήμουν μαζί με κάποιον άλλον.
5 χρόνια αργότερα, μία νύχτα σαν εκείνη, την ίδια ημερομηνία, έγινε η δεύτερη εξαφάνιση. Ετούτη την φορά είχε εξαφανιστεί ένα 7χρονο κορίτσι. Η έρευνες πάλι κράτησαν για μια εβδομάδα. Όλοι θεωρούσαν πως ήταν σύμπτωση που έγινε την αντίστοιχη ημέρα με τότε… Ώσπου καθώς αναζητούσαν το αγόρι, βρήκαν σε έναν φρεσκοσκαμμένο λάκκο, 2 παιδικά παπούτσια, τα παπούτσια του αδερφού μου. Και έπειτα από 5 χρόνια επαναλήφτηκε η ίδια ιστορία αυτήν την φοράμε ένα 10χρονο αγόρι, και όταν γίνανε οι έρευνες για την εξαφάνιση του ανακάλυψαν ένα μικρό κοριτσίστικο φουστάνι, θαμμένο στο χώμα, στο ίδιο σημείο που είχαν βρεθεί 5 χρόνια νωρίτερα τα παπούτσια του αδερφού μου.
Από τότε, διάφοροι μύθοι έχουν φτιαχτεί.
Μύθοι όπως, ότι κάποιος απαγάγει τα παιδιά κάθε 5 χρόνια, ή ότι ένα τέρας προσελκύει όποιο πλάσμα βρίσκεται πιο κοντά. Άλλοι πάλι ακόμα υποστηρίζουν πως είναι συμπτώσεις.
Εγώ να σας πω την αλήθεια δεν πιστεύω καμία από αυτές τις εκδοχές, Αλλά εννοείται πως δεν πιστεύω ότι είναι μόνο μία σύμπτωση.
Είμαι η Amaradeath Mason και πιστεύω ότι και ο αδερφός μου αλλά και το άλλο αγόρι και το κορίτσι είναι ακόμα ζωντανοί κάπου εκεί έξω και έχω σκοπό να τους σώσω.
Θα μου πείτε πως μου ήρθε πάλι αυτό στο νου. Όχι ότι μπορούσα και να το ξεχάσω, όπου και να πήγαινα στο χωριό όλοι με έδειχναν και έλεγαν “Αυτή η καημένη έχασε τον αδερφό της, και είναι τόσο καλή” “Χάρης στον αδερφό της ξεκίνησαν οι εξαφανίσεις, αν δεν ήταν αυτό το παλιόπαιδο…”

Αλλά εκτός αυτού, σε μία μέρα θα ήταν η αντίστοιχη ημέρα, και σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, είχαν περάσει ακριβώς 5 χρόνια από την τελευταία εξαφάνιση, άρα τώρα θα ήταν η σειρά για κάποιο άλλο παιδί να εξαφανιστεί. Θα πήγαινα λοιπόν εγώ, με την θέλησή μου.” Τις σκέψεις μου διέκοψε η φωνή της μητέρας μου.
«Amaradeath βγες έστω και λίγο από το δωμάτιο σου, έχω να σου πω ορισμένα πράγματα.»
Ήξερα τι θα μου πει, κάθε χρόνο η ίδια ιστορία, λίγο πριν έρθει η μέρα που σαν εκείνη εξαφανίστηκε ο αδερφός μου, με φώναζε και μου μιλούσε για το ότι είναι επικίνδυνο να βγαίνω από το σπίτι, και πως άμα βγω να μην απομακρυνθώ από το χωριό. Τα ήξερα όλα πλέον απ’ έξω, πάντα τηρούσα αυτό που μου ζητούσε, δεν ήθελα να την απογοητεύσω. Όμως αυτήν την φορά, τίποτε δεν θα μπορούσε να με σταματήσει από το να σώσω τον αδερφό μου, ήμουν αποφασισμένη.
Κατευθύνθηκα βιαστικά προς την κουζίνα στην οποία βρισκόταν η μητέρα μου.
Η κουζίνα ήταν λιτή, δεν είχε πολλά έπιπλα, μόνο ένα τραπέζι στο οποίο δειπνούσαμε εγώ και οι γονείς μου, κάτι ντουλάπια στα οποία η μητέρα μου φιλούσε τα τρόφιμα, και στην γωνία υπήρχε το τσιγκέλι με τα κάρβουνα.
Εκεί το τσουκάλι με το φαγητό βρισκόταν ήδη πάνω στα αναμμένα κάρβουνα και έβραζε το περιεχόμενο του.
«Μητέρα με ζήτησες;» Ρώτησα καθώς γύρισα να κοιτάξω την μητέρα μου, η οποία πρόσθετε τα τελευταία υλικά στο τσουκάλι.
Η μητέρα μου ονομαζόταν Sirena, ήταν αρκετά κοντή στο ύψος και παχουλή, τα μαλλιά της, αν και καστανά, όταν βρίσκονταν στον ήλιο κοκκίνιζαν, ενώ τα μάτια της στην απόχρωση του μπλε.
«Ναι γλυκιά μου. Όπως ξέρεις αύριο…»
«Ναι μητέρα ξέρω, άυριο κλείνουν 15 χρόνια από την εξαφάνιση του…»
«Γι αυτό ήθελα να σου υπενθυμίσω…»
«Να είμαι πολύ προσεχτική να μην βγαίνω από το σπίτι μόνη μου, και να μην απομακρυνθώ από το χωριό παρά μόνο αν είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου.»Διέκοψα και πάλι την μητέρα μου.
«Αχ, αυτό να μην έκανες μόνο…» Είπε παραπονιάρικα η Sirena.
«Μητέρα, μου τα λες από μικρό παιδί, πλέον τα ξέρω καλά.»
«Το ξέρω, απλώς φοβάμαι.»
«Μην φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά, σου υπόσχομαι θα κάνω ότι μου χεις πει.»
Το σιχαινόμουν που της έλεγα ψέματα, και το σιχαινόμουν που θα ‘πρεπε να βρω μία πολύ καλή δικαιολογία για να απομακρυνθώ από το σπίτι ΧΩΡΙΣ συνοδεία.
Γύρισα την πλάτη μου και κατευθύνθηκα προς την πόρτα του σπιτιού.
«Που πας;» Άκουσα την μητέρα μου να ρωτάει.
«Στο ρυάκι, να πάρω λίγο αέρα.» Απάντησα, και με γρήγορα βήματα βγήκα έξω από το σπίτι μου.
Το σπίτι μου ήταν σχετικά απομακρυσμένο από τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού.
Η μητέρα μου το είχε επιλέξει μαζί με τον πατέρα μου, γιατί αν και ήμασταν φτωχοί η φύση υπήρχε μέσα στην καρδιά μας.
Το σπίτι μας βρισκόταν στην μέση ενός καταπράσινου λιβαδιού, δέντρα το περιτριγύριζαν, τα περισσότερα ήταν πεύκα, αλλά υπήρχαν και διάφορα άλλα, όπως ελιές.
Όμως εμένα ένα δέντρο ήταν το αγαπημένο μου. Το μοναδικό πλατάνι που υπήρχε μέσα στα όρια του χωριού. Βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι μου, δίπλα σε ένα ρυάκι που υπήρχε εκεί. Όποτε ήθελα να σκεφτώ κάτι, πήγαινα και καθόμουν εκεί μαζί του, από μικρή. Δεν το θεωρούσα απλά ένα δέντρο, ήταν ο καλύτερός μου φίλος. Λόγο της εξαφάνισης του αδερφού μου, δεν κατάφερα να αποκτήσω κανονικούς φίλους, οπότε για μένα αυτό το δέντρο ήταν όλη μου η ζωή, ήταν το μοναδικό ζωντανό πλάσμα που καθόταν και με άκουγε όταν είχα κάτι να πω, ή με αγκάλιαζε με τα κλαδιά του όταν έκλαιγα.
Κατευθύνθηκα προς το ρυάκι, εκεί λίγο πιο δίπλα, έστεκε ο καλύτερός μου φίλος, έσπευσα με γρήγορα βήματα και έγειρα την πλάτη μου πάνω στον γέρικο κορμό του. Ο άνεμος έκανε τα φύλα του να πάλλονται, με τόση ηρεμία, που αν καθόσουν για πολύ ώρα να τα κοιτάς, θα σε υπνώτιζε. Όταν ήμουν πιο μικρή, έμπενα μέσα σε μία κουφάλα που έχει και το ένιωθα σαν σπιτικό μου, δυστυχώς πλέον δεν χωράω, παραμεγάλωσα όπως λέει και η μητέρα μου.
Άφησα τα χέρια μου να τυλιχτούν γύρω από ένα κλαδί του, και κάθισα στο έδαφος.
Έκλεισα τα μάτια μου, και άφησα την ζεστή αναπνοή του ανέμου να χτυπήσει το πρόσωπο μου.
Έπρεπε να σκεφτώ πως ακριβώς θα πήγαινα εκεί, πως θα έβρισκα τον αδερφό μου. Αν δεν ήμουν εγώ αυτή που θα καλούταν;
Αν καλούσαν κάποιον άλλον;
Θα πήγαινα λίγο έξω από τον βάλτο, και αν έβλεπα ότι εμένα δεν με έλκυε τίποτα, θα περίμενα να δω, πιο έλκυε, θα τον ακολουθούσα, θα πήγαινα μαζί του.
Μόνο αυτός ο τρόπος υπάρχει για να μπορέσω να σώσω τον αδερφό μου, αλλά και όσα άλλα παιδιά έχουν χαθεί.
Ο αδερφός μου λογικά τώρα θα είναι 20 το κορίτσι πρέπει να είναι 18 ενώ το άλλο αγόρι συνομήλικος μου, 15.
Έπρεπε να σταματήσει αυτή η ιστορία με της εξαφανίσεις, και η τελευταία μου ευκαιρία να το κάνω είναι τώρα, γιατί σε 5 χρόνια θα είμαι πλέον ενήλικη, δεν θα μπορούσα να πάω.
Χωρίς να το καταλάβω, με πείρε ο ύπνος. Όμως αυτό που είδα ήταν πολύ περίεργο, ήταν σαν το δέντρο να μου μετέδιδε κάποιο όραμα, για να με βοηθήσει.
Είδα εμένα δίπλα στο βάλτο, να προχωράω καθώς η βροχή έπεφτε ακατάπαυστα, δεν είχα ίχνος φόβου στο πρόσωπο μου. Βρισκόμουν μόνη μου μέσα στην νύχτα. Περπατούσα αποφασισμένη να φτάσω στον προορισμό μου, και ξαφνικά είδα ένα φως, ένα φως τόσο ελκυστικό.
“Το βρήκα” σιγομουρμούρισα. Όμως λίγο πριν φτάσω εκεί, όλα σκοτείνιασαν.
Άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα, συγκλονισμένη από το όνειρο-όραμα.
Σηκώθηκα με γρήγορες κινήσεις όρθια, και στράφηκα να κοιτάξω το αγαπημένο μου δέντρο. Ήμουν σίγουρη πως αυτό δεν ήταν συνηθισμένο όνειρο.
Ποτέ όταν κοιμόμουν κοντά στο πλατάνι μου, δεν έβλεπα συνηθισμένα όνειρα. Πάντα έβλεπα… οράματα. Ακόμα και όταν ήμουν μικρή, έβλεπα τι ήταν αυτό που ήθελα περισσότερο… Και πάντα αν ακολουθούσα το όραμα, το έβρισκα.
Απομακρύνθηκα αμέσως από το τεράστιο δέντρο, και γονάτισα μπροστά στο ρυάκι.
Τι να σήμαινε τώρα αυτό, και γιατί δεν με άφησε να δω από πού προερχόταν αυτό το φως; Τελικά θα καλέσει εμένα, η απλώς πρέπει να πάω μόνη μου και να μην αφήσω να καλέσει κανέναν άλλον; Τόσες απορίες. Οι οποίες θα μου λύνονταν, σε 1ημέρα από τώρα, για την ακρίβεια σε 1νύχτα.
Έβαλα τα χέρια μου μέσα στο παγωμένο ρυάκι, και με απαλές κινήσεις έριξα νερό στο πρόσωπο μου, μήπως και συνέλθω. Ποτέ άλλοτε δεν είχα ξανά σοκαριστεί έτσι από κάποιο όραμα που μου έστελνε ο πλάτανος.
Κοίταξα την αντανάκλαση μου ακριβώς μπροστά μου.
Τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά μου, έπεφταν σχεδόν κατσαρά πάνω στους ώμους μου, ενώ τα πράσινα μάτια μου ήταν ορθάνοικτα από το σοκ.
Έσπρωξα την τούφα που έκρυβε τον δεξί μου ώμο και κοίταξα το σημάδι που βρισκόταν εκεί.
Ήταν το σύμβολο ενός μισοφέγγαρου. Το είχα από τότε που γεννήθηκα.
Ξεφύσηξα και κάλυψα πάλι τον ώμο μου.
Όπως μου είχε πει η μητέρα μου, ήμουν ίδια με τον αδερφό μου.
Κανείς από τους δυο μας δεν της έμοιαζε. Μοιάζαμε και οι δυο μας στον πατέρα. Αλλά εγώ έβλεπα την ομοιότητα στα πρόσωπα μας.
Μπορεί να μην είχα πάρει ούτε το χρώμα των μαλλιών της, ούτε το χρώμα των ματιών της. Όμως το σχήμα του προσώπου μας ήταν το ίδιο, στρογγυλό, με ένα ελαφρός τριγωνικό πιγούνι.
Τον πατέρα δεν τον έβλεπα πολύ, ξημεροβραδιαζόταν στην ταβέρνα του χωριού.
Συζητούσε για τα προβλήματα της χώρας, για τον βασιλιά που δεν ασχολιόταν με τίποτα. Και για το πόσο άδικο ήταν που δεν βοηθούσε κανείς να σταματήσουν οι εξαφανίσεις.
Η μητέρα μου πάλι, πλέον έκανε κολλητή παρέα με τις άλλες μητέρες που είχαν χάσει τα παιδιά τους. Όλες την καταλάβαιναν, και εκείνη τις καταλάβαινε όλες.
Εγώ τον περισσότερο χρόνο μου τον περνούσα στο δωμάτιο μου.
Όταν λέω δωμάτιο, μην φανταστείτε καμία πολυτέλεια. Ήταν το πατάρι του σπιτιού μας. Είχα κάνει πέρα όλες τις κούτες έτσι ώστε να μπορέσω να τοποθετήσω ένα ξύλινο κρεβάτι, γεμισμένο με σανό, για να μπορώ να κοιμάμαι.
Στο σπίτι εκτός από το πατάρι, υπήρχαν άλλα δυο δωμάτια. Το ένα ήταν των γονιών μου, και το άλλο του αδερφού μου. Όμως κανείς από τους γονείς μου δεν ήθελε να αλλαχτεί, είχε μείνει ακριβώς όπως ήταν την ημέρα που εξαφανίστηκε, μέχρι και τα πράγματα του ήταν πεταμένα αριστερά και δεξιά.
Εγώ το μόνο δικό του που είχα, ήταν αυτά τα παπούτσια που φορούσε την ημέρα της εξαφάνισης του. Τα είχα ακουμπισμένα σε ένα “κομοδίνο” που έχω δίπλα στο κρεβάτι μου. Στην πραγματικότητα είναι μία από αυτές της παλιές κούτες, αλλά μου άρεσε γιατί επάνω είχε το μισοφέγγαρο που είχα και εγώ στον ώμο μου. Βέβαια ποτέ δεν προσπάθησα να την ανοίξω να δω τι έχει μέσα. Είχα υποσχεθεί στους γονείς μου ότι δεν θα το άνοιγα.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Ποιος ξέρει πόσο κάθισα εδώ έξω.
Αυτά παθαίνει κανείς όταν χάνετε στις σκέψεις του.
Σηκώθηκα όρθια και άρχισα και πάλι να κατευθύνομαι προς το σπίτι μου.
Μόλις μπήκα μέσα βρήκα την μητέρα μου να με περιμένει με σταυρωμένα χέρια, σημάδι ότι είχε θυμώσει.
«Τι έκανες εκεί έξω; Θες να με τρελάνεις; Υποτίθεται ότι θα καθόσουν για λίγο, όχι για όλη την ημέρα.»
«Μητέρα δεν είπα ποτέ πόσο θα κάτσω, εξάλλου το είχα ανάγκη.»
«Και τι έκανες; Πάλι μιλούσες με το αγαπημένο σου δεντράκι;»
Δεν απάντησα. Ήξερα πως η μητέρα μου ευχόταν να έκανα πραγματικούς φίλους και όχι ένα δέντρο. Ευχόταν να ήμουν πιο φυσιολογική.
«Γιατί το κάνεις αυτό κορίτσι μου; Γιατί δεν προσπαθείς να βρεις πραγματικούς φίλους, γιατί δεν προσπαθείς να συμπεριφέρεσαι λίγο πιο φυσιολογικά;» τι σας έλεγα…
«Μαμά, αυτή είμαι. Αυτό θέλω να κάνω. Αν με αγαπάς, θα το σεβαστείς. Μην μου ζητάς να αλλάξω. Αν σε έχω απογοητεύσει τόσο πια τότε πες το μου να το ξέρω.»
Δεν την άφησα να απαντήσει, έτρεξα γρήγορα προς τις ξύλινες σκάλες και άρχισα να τις ανεβαίνω με λύσσα, ώσπου έφτασα στο δωμάτιο-πατάρι μου.
Προχώρησα προς το κρεβάτι μου, όμως για άγνωστο λόγο, γλίστρησα, και έπεσα ακριβώς μπροστά στο κομοδίνο-κουτί, με το μισοφέγγαρο.
Τον τελευταίο καιρό, το πάθαινα αρκετά συχνά αυτό. Σαν να με καλούσε να το ανοίξω.
Σηκώθηκα όρθια και πήγα προς το μέρος του. Ακούμπησα τα παπούτσια του αδερφού μου στο πάτωμα, και έβαλα τα δυο μου χέρια αριστερά και δεξιά στο πάνω μέρος του κουτιού, αυτό ήταν. Θα το άνοιγα. Είχε έρθει πλέον ο καιρός. Εξάλλου, δεν ξέρω αν θα είχα ποτέ άλλοτε την ευκαιρία να το κάνω…

Πρόλογος The legend of the cave

Η βροχή έπεφτε ακατάπαυστα εδώ και 2 ώρες, από την στιγμή που ο ήλιος είχε χαθεί και το φεγγάρι είχε πάρει πια την θέση του.
Το χώμα πλέον είχε μετατραπεί σε λάσπη, ενώ κάθε δέσμη φωτός είχε εξαφανιστεί.
Ο μόνος ήχος που ακουγόταν στον έρημο βάλτο, ήταν ο ελαφρύς βηματισμός ενός παιδιού.
Το μικρό αγόρι, προχωρούσε φοβισμένο, μέσα στο κρύο της νύχτας, δίχως δίνοντας σημασία στην βροχή, ψάχνοντας για κάποιο μέρος να προφυλαχτεί.
Είχε απομακρυνθεί πολύ από το χωριό, αυτό το ήξερε καλά, αλλά κάτι μέσα του, του έλεγε πως έπρεπε να πάρει αυτήν την κατεύθυνση. Πως αν το έκανε θα άλλαζε ριζικά η ζωή του.
Η λάσπη κολλούσε πάνω στα μικρά παπουτσάκια του καθώς αυτό προχωρούσε όλο και πιο αποφασιστικά στον χωμάτινο δρόμο. Τα κατάμαυρα μαλάκια του, ήταν κολλημένα πάνω στο βρεγμένο μέτωπο του, και τα καταπράσινα μάτια του, κοιτούσαν μανιωδώς κάθε γωνιά μέσα στο σκοτάδι.
Είχε πλέον χαθεί, για αυτό ήταν σίγουρο. Αποκλείεται να έβρισκε το δρόμο για να επιστρέψει σπίτι του.
Μέσα στο απύθμενο σκοτάδι, του φάνηκε πως είδε λίγο φως να προέρχεται λίγα μέτρα πιο πέρα. Αμέσως γέμισε ελπίδες, άρχισε να τρέχει προς την κατεύθυνση του φωτός, ελπίζοντας πως ίσως να ήταν κάποιο σπίτι, κάποιος συγχωριανός που είχε επιλέξει να μείνει απομονωμένος από το υπόλοιπο χωριό. Προχωρούσε αποφασιστικά, γεμάτος ελπίδες, και όνειρα, σκεφτόταν πως αν υπήρχε κάποιος ενήλικας θα μπορούσε να τον φιλοξενήσει και την άλλη μέρα το πρωί να βρίσκεται και πάλι στην αγκαλιά της μητέρας του, δίπλα στην μικροσκοπική κούνια της αδερφής του.
Φτάνοντας όμως εκεί, προς έκπληξη του, είδε πως δεν υπήρχε κανένα σπίτι, παρά μόνο μία σπηλιά, Μία βαθιά σπηλιά γεμάτη αναμμένους πυρσούς.
Όλο του το είναι του φώναζε να απομακρυνθεί και να φύγει μακριά από εκεί, όμως κάτι σε αυτήν την σπηλιά τον τράβαγε, κάτι τον έλκυε τόσο, έτσι σήκωσε το μικροσκοπικό του ποδαράκι και μπήκε μέσα στην σπηλιά αφήνοντας το σκοτάδι να τον καταπιεί, χωρίς κανείς να μπορεί να μάθει που ήταν. Μένοντας πάντα ένα μυστήριο.

Κεφάλαιο 21ο Ο Άντον

Έτσι πέρασε σχεδόν ένας μήνας. Με τον Άγγελο δεν καθόμουνα και πολλές ώρες. Η κοιλιά μου πάλι είχε γίνει τεράστια και ήδη νιώθω το μωρό μου να με κλοτσάει. Εδώ και μία βδομάδα κάθομαι στο σπίτι και κάνω τα μαθήματά μου εδώ. Σήμερα ήταν Κυριακή 2 Μαρτίου. Όπου να ναι περίπου θα γεννούσα, γι αυτό τον λόγο είχε έρθει και έμενε μαζί μας και η μητέρα μου. Φοβόμουν να πάω σε μαιευτήριο να γεννήσω μήπως και καταλάβαιναν οι γιατροί ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με εμένα. Μόλις σηκώθηκα από το κρεβάτι μου που ήμουν ξαπλωμένη κατέβηκα της σκάλες και κατευθύνθηκα προς το σαλόνι όπου βρισκόταν ο Άγγελος. Κάθισα δίπλα του στον καναπέ και χώθηκα στην αγκαλιά του. Κάποια στιγμή άκουσα την μητέρα μου από την κουζίνα να με φωνάζει. Εγώ τότε σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα.
«Τι είναι μαμά τι θέλεις?»
«Τίποτα, ήθελα μόνο να δω αν είσαι…» Δεν πρόλαβε όμως να πει τίποτα άλλο και έβγαλε μία κραυγή που με τρόμαξε πάρα πολύ. Αμέσως όρμησε μέσα και ο Άγγελος και με το που μπήκε κοκάλωσε.
«Τι έγινε?» Ρώτησα, αλλά το μόνο που είπε η μητέρα μου ήταν.
«Της έσπασαν τα νερά.» Αμέσως ένιωσα κάποιον να με κρατάει αγκαλιά και να τρέχει γρήγορα προς το δωμάτιό μου. Ήταν ο Άγγελος. Μας ακολούθησε και η μητέρα μου με την Αγάπη και την Μαρίνα. Μόλις μπήκαμε μέσα στο δωμάτιό μου με ξάπλωσε στο κρεβάτι μου και κάθισε δίπλα μου.
«Μην ανησυχείς γλυκιά μου, όλα θα πάνε καλά.»
«Το ξέρω.» Του απάντησα. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν μέσα τρέχοντας η Αγάπη, η Μαρίνα και η μητέρα μου.
«Βγες έξω θα την περιποιηθούμε εμείς.» Είπε η μητέρα μου στον Άγγελο. Εκείνος με κοίταξε αγχωμένος και βγήκε έξω. Δεν κατάλαβα τι ακριβώς έγινε, δεν ένιωσα τίποτα κάποια στιγμή άκουσα κλάματα μωρού. Προσπαθούσα όλη αυτήν την ώρα να μην σκέπτομαι τίποτα παρά μόνο το παιδί μου.
«Είναι αγόρι.» Άκουσα την μητέρα μου να λέει.
«Δώσε μου τον εδώ.» Είπα παρακλητικά και τον πείρα στην αγκαλιά μου, έπειτα τον έβαλα να θηλάσει. Ύστερα από λίγα λεπτά μπήκε μέσα ο Άγγελος και ήρθε και κάθισε δίπλα μου κάνοντας νόημα στους υπόλοιπους να φύγουν.
«Τελικά είναι αγόρι.» Του είπα.
«Είναι πολύ όμορφος.»
«Σαν εσένα.»
«Όχι σαν εσένα.» Μου είπε και με φίλησε.
«Μα εσένα σου μοιάζει περισσότερο. Έχει τα μάτια σου. Μου αρέσει που έχει τα μάτια σου.»
«Έχει όμως τα μαλλιά σου.»
«Θα προτιμούσα να είχε τα δικά σου. Είναι πιο ωραίο χρώμα το καστανοκόκκινο από το σκούρο καφέ.» Του απάντησα και τον ξαναφίλησα.
«Πως θα τον ονομάσουμε?»
«Δεν ξέρω, αν θες μπορούμε να του δώσουμε το όνομα του πατέρα σου.»
«Όχι, θέλω να είναι δικιά σου επιλογή.»
«Τότε πως σου φαίνετε το Άντον?»
«Μου αρέσει πάρα πολύ, όπως εσύ η ίδια. Δώσε μου τον λίγο να τον δω.» Μου είπε και τον σήκωσε αγκαλιά.
«Γεια σου μικρέ Άντον.» Είπε και τον φίλησε. Έπειτα μου τον έδωσε πάλι.
«Θα γίνεις πολύ καλός πατέρας.»
«Και εσύ μία υπέροχη μητέρα.» Όταν μου το είπε αυτό θέλησα να σηκωθώ για να κάτσω πιο κοντά του.
«Όχι, εσύ θα μείνεις εκεί. Τα κορίτσια φέρνουν μία κούνια που έχουν πάρει για τον μικρό και θα τον βάλουμε εδώ δίπλα σου.»
«Δεν θέλω να με αφήσεις μόνη μου. Σε παρακαλώ, θα κοιμηθείς μαζί μου?»
«Δεν ξέρω, χρειάζεσαι χώρο και ξεκούραση.»
«Σε παρακαλώ.» Του είπα όσο πιο γλυκά και ναζιάρικα μπορούσα. «Όχι, δεν κάνει, πρέπει να ξεκουραστείς και πρέπει να έχεις τον χώρο σου. Αλλά αν θέλεις μπορώ να μείνω εδώ μέχρι να κοιμηθείς.»
«Ναι.» Του είπα χαρούμενα. Μετά από λίγα λεπτά μπήκε μέσα η Αγάπη και η Μαρίνα και αφήσανε δίπλα στο κρεβάτι μου μία μικρή κούνια, έπειτα αφού βάλανε κάτι στον Άντον για να μην κρυώσει και με ρώτησαν αν είμαι καλά βγήκαν έξω. Πάνω που πήγα να ηρεμίσω μπήκαν μέσα ο Παύλος και ο Ντέιβ.
«Μάντι, πως είσαι? Ο ανιψιός μου τι κάνει?» Με ρώτησε ο Ντέιβ με ένα χαμόγελο έως τα αυτιά.
«Μάντι ελπίζω να είσαι καλά.» Μου είπε ο Παύλος και με κοίταξε αγχωμένος.
«Είμαι μια χαρά.» Τον διαβεβαίωσα.
«Σίγουρα?»
«Ναι.»
«Έχετε σκεφτεί πως θα τον βαφτίσουμε?» Με ρώτησε ο Παύλος και ένα χαμόγελο άστραψε και με μιας έφυγε από το πρόσωπό του η αγωνία και το άγχος που είχε πριν.
«Λέμε Άντον.» Του είπε ο Άγγελος.
«Είναι υπέροχο όνομα. Λοιπόν εμείς καλύτερα να πηγαίνουμε γιατί η Μάντι θα πρέπει να ξεκουραστεί.» Είπε ο Παύλος και τράβηξε τον Ντέιβ και βγήκαν έξω. Έπειτα εγώ αφότου κάθισε ο Άγγελος δίπλα μου και μου σιγοτραγούδησε ένα τραγούδι με πείρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησα το πρωί ένιωσα κάποιον να μου κρατάει το χέρι και είδα πως δίπλα μου καθισμένος στο πάτωμα βρισκόταν ο Άγγελος. Θα πρέπει να έμεινε δίπλα μου όλη την νύχτα και να τον πείρε ο ύπνος. Δεν ήθελα να τον ξυπνήσω αλλά έπρεπε γιατί αλλιώς θα πιανόταν αν δεν είχε πιαστεί ήδη.
«Αγάπη μου, ξύπνα. Ξύπνα γλυκέ μου γιατί αλλιώς μετά θα πονάς.» Του είπα και τον φίλησα στο μέτωπο. Εκείνος άνοιξε αμέσως τα μάτια του και ξαφνικά πετάχτηκε όρθιος.
«Ηρέμισε μωρό μου, εγώ ήμουν, συγνώμη που σε ξύπνησα αλλά θα πιανόσουνα εκεί.»
«Μην ανησυχείς.»
«Μα γιατί δεν πήγες να κοιμηθείς?»
«Δεν ήθελα να φύγω από κοντά σας. Ανησυχούσα για εσάς.»
«Ο Άντον που είναι?» Τον ρώτησα ανήσυχα.
«Εδώ, κοιμάται στην κούνια του.» Μου είπε και τον έβγαλε από την κούνια του και τον έβαλε στην αγκαλιά μου. Αφότου θήλασε αρκετά εγώ αποφάσισα να σηκωθώ.
«Μα είσαι ακόμα κουρασμένη.» Μου είπε ο Άγγελος και προσπάθησε να με βάλει να ξανακαθίσω.
«Όχι, δεν είμαι. Είμαι μια χαρά, μην ανησυχείς. Και τώρα θα σηκωθώ και θα κατέβω κάτω να δω τι κάνουν τα παιδιά.» Του είπα και σηκώθηκα από το κρεβάτι με τον άντον ακόμα στην αγκαλιά του.
«Μα…»
«Δεν έχει μα, εξάλλου θέλω να συζητήσουμε για τον μικρό, υπάρχει ξέρεις ένα θέμα που δεν το έχουμε συζητήσει ακόμα.»
«Καλά.» Μου είπε και πέρασε το χέρι του γύρω από την μέση μου. Έπειτα βγήκαμε μαζί από το δωμάτιο και κατεβήκαμε κάτω. Μόλις φτάσαμε κάτω πήγαμε και καθίσαμε στο σαλόνι σε έναν καναπέ.
«Βρε καλώς τους.» Μας είπε η Μαρίνα και κατευθύνθικε προς τα εμάς.
«Γεια σου Μαρίνα.» Την χαιρέτησα εγώ και εκείνη μου χάρισε το πιο αστραφτερό της χαμόγελο.
«Μπορώ να τον πάρω λίγο?» Με ρώτησε.
«Ναι φυσικά.» Της είπα και της τον έδωσα.
«Είναι πολύ όμορφος.»
«Ναι είναι το γλυκό μου.» Είπε η μητέρα μου μόλις μπήκε μέσα.
«Μαρίνα δεν πήγες σχολείο?»
«Κανείς από εμάς δεν πήγε.»
«Τότε θα μπορούσες σε παρακαλώ να τους φωνάξεις? Θέλω να τους μιλήσω.» Της είπα και εκείνη μου έδωσε αμέσως τον Άντον, έπειτα βγήκε έξω τρέχοντας.
«Για πιο θέμα θέλεις να συζητήσουμε γλυκιά μου?» Μου είπε ο Άγγελος και με φίλησε τρυφερά στο μέτωπο.
«Ανησυχώ για το αν ο Άντον θα είναι φυσιολογικός ή όχι.»
«Δεν ξέρω αν θα είναι σαν και εμάς αλλά δεν νομίζω να είναι σαν τα υπόλοιπα παιδιά.» Πρόλαβε να μου πει και αμέσως ακούσαμε φωνές και είδαμε την Ρασέλ να μπαίνει τρέχοντας μέσα και να κατευθύνεται προς το μέρος μας.
«Θεία, αυτός είναι ο ξάδερφός μου?» Με ρώτησε όλο χαρά.
«Ναι γλυκιά μου.»
«Άχου είναι πολύ όμορφος.» Είπε και ήρθε και έκατσε δίπλα μου στον καναπέ. Μετά από λίγο μπήκε μέσα και η Αγάπη.
«Μάντι, τι είναι αυτό που θες να μας πεις? Έπαθε τίποτα το μωρό?» Με ρώτησε αγχωμένη.
«Περίπου. Να, ανησυχώ για το αν θα είναι φυσιολογικός.» Επανέλαβα τα ίδια λόγια που είχα πει προηγούμενος και στον Άγγελο.
«Περίμενε να έρθει ο Νικ, εκείνος θα ξέρει σίγουρα.» Μου είπε και φώναξε τους υπόλοιπους να κάνουν πιο γρήγορα. Μόλις μπήκανε μέσα και καθίσανε μίλησα στον Νικ.
«Νικ, αν δεν ξέρεις εσύ δεν ξέρω ποιος θα ξέρει.»
«Πες μου Μάντι.»
«Ανησυχώ για το αν ο Άντον θα είναι φυσιολογικός ή όχι.» Του είπα και έσφιξα το μωρό μου πιο πολύ στην αγκαλιά μου.
«Δεν σας είχα πει τελείως την αλήθεια για μένα. Σας είπα ότι η μητέρα μου είχε πει να με προσέχει η θεία μου μέχρι να γίνω έξι.
Η αλήθεια είναι ότι εγώ έγινα έξι μέσα σε έξι εβδομάδες. Μόλις έγινα έξι όμως σταμάτησα να μεγαλώνω τόσο γρήγορα και άρχισα να μεγαλώνω φυσιολογικά όπως κάθε άλλο παιδί, αν θεωρείται φυσιολογικό να έχεις γονείς που να μεταμορφώνονται σε αετό και να σου μαθαίνουν να το κάνεις και εσύ. Γι αυτό και πιστεύω, αν και δεν είμαι απολύτως σίγουρος, ότι μάλλον ο μικρός σε έξι εβδομάδες θα είναι έξι δηλαδή στην ηλικία της Ρασέλ και πως θα είναι σαν εσάς.» Όση ώρα μίλαγε εγώ τον άκουγα με ανοιχτό το στόμα. Δηλαδή ο μικρούλης μου, σε λίγο καιρό θα μεγάλωνε τόσο?
Οι άλλοι είχανε μείνει το ίδιο άφωνοι με εμένα, όλοι εκτός από την μητέρα μου.
«Δηλαδή θα πρέπει μέσα σε μία εβδομάδα να ετοιμάσουμε τα βαφτίσια του Άντον? Πώπω έχουμε πολύ δουλειά, λοιπόν Παύλο και Μαρίνα, ελάτε μαζί μου. Θα πάμε στον ιερέα της περιοχής να κανονίσουμε για την επόμενη βδομάδα. Γρήγορα.» Τους είπε και τράβηξε την Μαρίνα από το χέρι. Εκείνη με κοίταξε με ένα απελπισμένο ύφος ζητώντας βοήθεια αλλά εγώ το μόνο που έκανα ήταν να σκάσω στα γέλια.
«Τι είναι τόσο αστείο?» Με ρώτησε ο Άγγελος φιλώντας με στο λαιμό.
«Το όλο πράγμα. Το ότι σε μία εβδομάδα θα έχουμε βαφτίσια. Το ότι ο γιος μας σε ενάμιση μήνα θα είναι συνομήλικος με την Ρασέλ. Και όλα αυτά.» Του είπα μόλις σταμάτησα να γελάω.
«Δηλαδή θεία του χρόνου θα πηγαίνουμε μαζί σχολείο? Τέλεια. Όμως θεία εσύ είσαι 17 και σε τρεις εβδομάδες γίνεσαι 18, άμα ο Άντον είναι έξι, τι θα πεις στους υπόλοιπους ανθρώπους που θα αναρωτιούνται πως είναι δυνατόν να είναι παιδί σου, γιατί θα έπρεπε να ήσουν 12 όταν θα είχε γεννηθεί.»
«Αυτό δεν το είχα σκεφτεί, και έχεις πολύ δίκιο μικρή μου.» Της είπα και της χάιδεψα το μάγουλο. Έπειτα γύρισα και κοίταξα τον Άγγελο στα μάτια. Ήταν πολύ σκεφτικός
«Μπορούμε να πούμε πως είναι αδερφός της Ρασέλ.»
«Όμως αυτοί που φέρανε την Ρασέλ στο σπίτι θα το ήξεραν αν η αδερφή μου είχε και άλλο παιδί.»
«Μπορούμε να πούμε πως τον έχουμε υιοθετήσει.»
«Μα άμα μας ζητήσουνε τα χαρτιά της υιοθεσίας?»
«Θα φτιάξουμε ψεύτικα, σε παρακαλώ γλυκιά μου, μην ανησυχείς. Θα τα καταφέρουμε.» Μου είπε και με φίλησε τρυφερά.
«Έχεις δίκιο.» Μουρμούρισα και έσφιξα το χέρι του. Έπειτα έστρεψα την προσοχή μου στον Άντον. Κοιμότανε, ήτανε τόσο ήρεμος και γλυκός. Πέρασε αρκετή ώρα και κατά τις 14:00 ήρθανε η Μαρίνα με τον Παύλο και την μητέρα μου.
«Λοιπόν, βρήκαμε, την επόμενη Τρίτη θα τον βαφτίσουμε.» Είπε η μητέρα μου όλο χαρά. Κάποια στιγμή ο Άντον άρχισε να κλαίει, πρέπει να έβλεπε κάποιο κακό όνειρο.
«Ήσυχα, ηρέμισε αγοράκι μου. Σε παρακαλώ, η μαμά είναι εδώ.» Του είπα τρυφερά, όταν ξάφνου το ωραίο σωματάκι του Άντον άλλαξε και έγινε ένα μικρό νεογέννητο λυκάκι. Στην αρχή τρόμαξα.
«Άγγελε.» Φώναξα αναστατωμένα και ενώ βρισκότανε στην κουζίνα έφτασε δίπλα μου γρήγορα.
«Τι έγινε? Πως το έκανε αυτό?» Ρώτησε αναστατωμένος.
«Δεν ξέρω, άρχισε να κλαίει και έτσι απλά μεταμορφώθηκε.» Του είπα ενώ ακόμα ο Άντον έκλαιγε στην μορφή του λύκου, για την ακρίβεια έβγαζε λυκίσιες φωνούλες.
«Μα πως θα τον κάνουμε να αλλάξει.»
«Πρέπει να τον ηρεμίσετε.» Μου είπε ο Νικ μόλις μπήκε μέσα και έτρεξε δίπλα μας.
«Πως?»
«Τραγούδησέ του ένα τραγούδι.» Μου είπε και εγώ άρχισα να του λέω ένα νανούρισμα που μου έλεγε η μητέρα μου όταν ήμουν μικρή.

Κεφάλαιο 20ο Στο σπίτι

Στο σπίτι όλοι είχαν πεθάνει από την αγωνία τους. Μόλις μας είδαν να εμφανιζόμαστε ξαφνικά στο σαλόνι έτρεξαν όλοι να δούνε αν ήμασταν καλά.
«Είστε καλά;» Μας ρώτησε η Μαρίνα.
«Μια χαρά. Μόνο που μαζί μας θα μείνει άλλος ένας νεαρός που μοιάζει λίγο με εμάς. Από εδώ ο Νίκολας ή αλλιώς Νικ. Όπως εμείς μπορούμε να γινόμαστε λύκοι εκείνος μπορεί να γίνετε αετός.» Είπε ο Άγγελος ενώ έδειχνε τον Νικ. Εκείνη την στιγμή έπεσε το μάτι μου στην Ρασέλ. Ήταν ξαπλωμένη στο πάτωμα και εξουθενωμένη από όλα αυτά που έκανε σήμερα. Και γι αυτό έφταιγα εγώ. Είχα υποσχεθεί κατά κάποιον τρόπο στον πατέρα της ότι θα την βοηθούσα εγώ με τα μαγικά της όμως δεν το έκανα και κάνει ότι μπορεί μόνη της και έτσι τώρα είναι εξουθενωμένη. Πήγα και την πείρα αγκαλιά.
«Δεν μπορείς να την κουβαλήσεις στην κατάστασή σου.» Μου φώναξε η Μαρίνα. Εγώ δεν της έδωσα σημασία και άρχισα να ανεβαίνω τις σκάλες όταν ξαφνικά ήρθε δίπλα μου ο Άγγελος.
«Δώσε την μου, δεν πρέπει να κουβαλάς βάρος στην κατάστασή σου.»
«Μπορώ.»
«Δεν είπα ότι δεν μπορείς αλλά ότι δεν κάνει.»
«Καλά, ορίστε.» Είπα και του την έδωσα έπειτα τον ακολούθησα που την πήγε στο κρεβατάκι της να ξαπλώσει. Έπειτα πήγα και έστρωσα τον καναπέ στο δωμάτιο των αγοριών διότι θα κοιμόταν εκεί για λίγο καιρό ο Νίκ μέχρι να του φέρουμε κρεβάτι. Όταν τελείωσα κατέβηκα κάτω και κάθισα μαζί με τους υπόλοιπους στο σαλόνι.
«Λοιπόν Νικ. Από πού είσαι; Και πως ανακάλυψες τις ικανότητες σου;» Τον ρώτησε ο Παύλος.
«Είμαι από το Πήλιο. Ξέρεις εκεί υπάρχουν πολλοί αετοί. Εμένα από μικρός όταν ήμουν κατά κάποιον τρόπο επικοινωνούσα μαζί τους. Ανέβαινα στις κορυφές τον βουνών και τους φώναζα και εκείνοι έρχονταν και κάθονταν μαζί μου. Μια μέρα είδα τον αγαπημένο μου αετό να μου κάνει νόημα να ανέβω πάνω του, ήμουν 6 χρονών και εκείνος ήταν τεράστιος έτσι δεν του ήμουν βαρύς. Ανέβηκα πάνω του και με πήγε πετώντας στην φωλιά του, εκεί μεταμορφώθηκε σε άνθρωπος. Ήταν μια νεαρή γυναίκα γύρω στα 35 η οποία μου εξήγησε γιατί μου άρεσαν οι αετοί και γιατί εκείνη ήταν συνέχεια κοντά μου και με πρόσεχε. Ήταν η πραγματική μου μητέρα. Η γυναίκα που με πρόσεχε μέχρι εκείνη την στιγμή ήταν η αδερφή της, η θεία μου και θα με φρόντιζε μέχρι να γινόμουν έξι χρονών. Η μητέρα μου ήταν καλή γυναίκα, με μεγάλωσε σωστά, μαθαίνοντας μου να μεταμορφώνομαι και να πετάω. Ώσπου μια μέρα οι κυνηγοί την σκότωσαν. Τότε ήμουν 14 χρονών δηλαδή πριν από 5 χρόνια περίπου. Μόλις το έμαθα αυτό έφυγα από εκείνο το μέρος και έμενα μόνος μου. Έτσι είχα να δω άνθρωπο χρόνια ολόκληρα, να γιατί σας φέρθηκα έτσι, με είχε πιάσει η μανία μου.»
«Καημένε Νικ. Την αγαπούσες πολύ την μαμά σου ε?» Τον ρώτησα εγώ.
«Όσο αγαπάει ένα παιδί την μητέρα του. Βέβαια κατάφερα και εκπαιδεύτηκα και σε άλλα θέματα τον καιρό που έμεινα μόνος μου. Όπως π.χ. στο να καταλαβαίνω την μυρουδιά κάποιου, ή ακόμα και στην μαντική.»
«Αλήθεια?» Εγώ ήμουν πολύ ενθουσιασμένη που είχαμε τον Νικ στην παρέα μας και του έκανα συνέχεια ερωτήσεις για το παρελθόν του και γενικός για διάφορα θέματα, αλλά κάθε φορά που ρωτούσα κάτι τόσο πιο πολύ ένιωθα τον Άγγελο να με σφίγγει πιο κοντά του. Κάποια στιγμή γύρισα και τον κοίταξα, ήταν πολύ σφιγμένος και μου φάνηκε πως άκουσα ένα γρύλισμα να βγαίνει από το στήθος του. Πρέπει να το άκουσε και ο Νικ αλλά δεν του έδωσε σημασία.
«Μάντι έλα λίγο μαζί μου σε παρακαλώ.» Μου ζήτησε παρακλητικά ο Άγγελος.
«Εντάξει.» Του είπα και με τράβηξε από το χέρι να σηκωθώ. Έπειτα βγήκαμε και οι δύο έξω από το σπίτι.
«Τι γίνεται?»
«Τι γίνεται που?» Τον ρώτησα εγώ.
«Μέσα με τον Νικ.»
«Δεν έγινε τίποτα.»
«Θα φλερτάρετε για πολύ ακόμα μπροστά μου?» Συνέχισε ο Άγγελος.
«Α, κατάλαβα, ζηλεύεις ε?» Τον ρώτησα.
«Όχι, πως σου ήρθε αυτό?»
«Ναι ζηλεύεις.»
«Όχι, δεν ζηλεύω. Αλλά δεν μου είπες θα φλερτάρεις για πολλή ώρα ακόμα με τον Νικ.»
«Είσαι μία ζηλιαρόγατα.» Του είπα παιχνιδιάρικα και του τσίμπησα την μύτη.
«Όχι, δεν ζηλεύω.»
«Απόδειξέ το.» Του είπα και αυτός έσκυψε και με φίλησε. Με φίλησε τόσο τρυφερά και τόσο γλυκά όσο ποτέ άλλοτε.
«Σε αγαπάω.» Του είπα και σφίχτηκα πιο πολύ στην αγκαλιά του.
«Κι εγώ, αλλά ορισμένες φορές φοβάμαι τόσο πολύ να μην σε χάσω που γίνομαι παράλογος.»
«Άρα το παραδέχεσαι ότι ζηλεύεις.»
«Πώπω είσαι πολύ πεισματάρα. Ναι το παραδέχομαι.»
«Συγνώμη, αλλά το ξέρεις πως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Οπότε δεν χρειάζεται να φοβάσαι ότι θα με χάσεις.» Του είπα και σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου για να καταφέρω να τον φιλήσω.
«Λοιπόν πήγαινε τώρα να διαβάσεις και όταν τελειώσεις θα έρθεις να με βρεις, εντάξει?»
«Μα…»
«Δεν έχει μα, δεν θα παραμελήσεις το σχολείο σου για τίποτα.»
«Όχου, καλά.» Του είπα και του έβγαλα παιχνιδιάρικα την γλώσσα. Έπειτα μπήκα μέσα τρέχοντας και ανέβηκα στο δωμάτιο μου. Εκεί βρήκα και την Αγάπη να διαβάζει. Πήρα τα μαθήματα μου και κάθισα να διαβάσω για την αυριανή ημέρα.

19ο κεφάλαιο Σχολείο και αετός.

Ο ύπνος που πείρα κάθε άλλο παρά με ηρέμισε. Είδα ότι βρισκόμασταν πάλι εγώ ο Άγγελος και η Ρασέλ στην καλύβα του Στέφαν όμως το σκηνικό ήταν διαφορετικό. Εγώ ήμουν ξαπλωμένη σε έναν καναπέ ενώ η κοιλιά μου ήταν πρησμένη –από την εγκυμοσύνη υπέθεσα- και ότι αντί για τον Στέφαν αυτός που απειλούσε να μας σκοτώσει ήταν ο Ντέιβ. Είδα ότι με πλησίαζε κρατώντας ένα μαχαίρι και δείχνοντας μου τα δόντια του και λίγο πριν με φτάσει εγώ ξύπνησα φωνάζοντας από τον τρόμο. Αμέσως ένιωσα κάποιον να με αγκαλιάζει και είδα πως ο Άγγελος με είχε πάρει αγκαλιά και είχε βάλει το κεφάλι μου στον ώμο του. Πρέπει να έκλαιγα διότι ,όταν τελικά απομακρύνθηκα από πάνω του μόνο για λίγα λεπτά για να τον παρατηρήσω, είδα πως το σημείο όπου είχα εγώ το κεφάλι μου ήτανε μούσκεμα.
«Τι έπαθες;» Μου είπε ενώ είχε πιάσει και πάλι το κεφάλι μου και με τα δύο του χέρια καθαρίζοντας τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια μου.
«Τίποτα είδα απλώς έναν εφιάλτη.»
«Ηρέμισε δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα όνειρο, μην ανησυχείς.» Μου είπε και μου χαμογέλασε τρυφερά. Εγώ τότε τράβηξα το πρόσωπο του και το έφερα όσο πιο κοντά στο δικό μου αφότου του ψιθύρισα «Σίγουρα» Και μετά δεν πρόλαβα να πω τίποτα άλλο γιατί τα χείλι μου συνέθλιψαν τα δικά του. Δεν ήταν πόθος παρά ανάγκη αυτό που με κατέκλυζε, ανάγκη, να σιγουρευτώ ότι όλα αυτά ήταν ένα όνειρο, ότι εγώ ήμουν καλά, ο Άγγελος και η Ρασέλ ήταν καλά και ότι ο Ντέιβ δεν κυνηγούσε κανέναν με κανένα μαχαίρι στο χέρι του. Αποφάσισα να μην πω στον Άγγελο τι ακριβώς είχα δει στον ύπνο μου και εκείνος δεν επέμεινε σε αυτό το θέμα παρά μόνο κάποια στιγμή με ρώτησε.
«Αλήθεια τι ήταν αυτό που είχες δει στον ύπνο σου;» Εγώ δεν του απάντησα αλλά άλλαξα θέμα. Οι μέρες περνούσαν γρήγορα μέχρι που ήρθε η μέρα να επιστρέψουμε στο σχολείο. Δεν μου άρεσε καθόλου η ιδέα του ότι θα απομακρυνόμουν από τον Άγγελο και την Ρασέλ. Τουλάχιστον δεν θα μείνει μόνη της. Σκέφτηκα και ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό μου. Τι θα έκανα όλη την ημέρα μακριά τους. Σίγουρα θα είχαν αλλάξει πολλά ανάμεσα σε εμένα και στους συμμαθητές μου. Θα είχαν μάθει σίγουρα για την Ρασέλ και δεν αποκλείετε κάποια στιγμή να μάθαιναν για την εγκυμοσύνη μου. Όχι πως με ενδιέφερε η αντίδρασή τους αντιθέτως δεν ήθελα να έχουν καμία σχέση με τα προσωπικά μου. Όταν ξύπνησα το πρωί η ώρα ήταν 6:25. Η Ρασέλ κοιμόταν ήσυχη στο κρεβάτι της. Την Αγάπη δεν την ξύπνησα γιατί εκείνη πήγαινε στο λύκειο της γειτονιάς μας οπότε δεν χρειαζόταν να ξυπνούσε από τώρα. Όταν πήγα στο σαλόνι βρήκα τον Παύλο, την Μαρίνα, τον Ντέιβ και την Βαλεντίνα να κάθονται βαριεστημένα και να πίνουν καφέ (εκτός από τον Ντέιβ). Ο Παύλος και η Μαρίνα πριν έρθουν και μείνουν εδώ έμεναν πιο κοντά στο σχολείο οπότε δεν χρειαζόταν να ξυπνάνε τόσο νωρίς για να πάνε στην στάση. Θα μπορούσαμε να πηγαίναμε τρέχοντας στο σχολείο αλλά θα κουραζόμασταν πολύ και αυτό δεν συνέφερε. Το κακό είναι πως όταν τα παιδιά του λεωφορείου μου, έπαιρναν είδηση ότι μαζί μου ανέβαιναν στο λεωφορείο και ο Παύλος με την Μαρίνα, την Βαλεντίνα και τον Ντέιβ θα άρχιζαν τις ερωτήσεις και αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Επίσης ακόμα φοβόμουν για τον Ντέιβ, όχι πως δεν τον εμπιστευόμουν, τον εμπιστευόμουν και πολύ μάλιστα, αλλά αν κάποιο παιδί χτύπαγε και ο Ντέιβ ήταν πολύ κοντά; Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Ευτυχώς η κοιλιά μου δεν έχει μεγαλώσει ακόμα πολύ οπότε δεν θα καταλάβουν τίποτα τα υπόλοιπα παιδιά προς το παρών. Μόλις κατέβηκα κάτω κατευθύνθηκα προς την κουζίνα για να φτιάξω έναν καφέ να πιω. Εκεί βρήκα τον Άγγελο να κάθετε και να κοιτάει αφηρημένος έξω από το παράθυρο.
«Τι σκέφτεσαι;» Του είπα και πήγα και κάθισα σε μία καρέκλα δίπλα του.
«Εσένα.» Μου είπε και τράβηξε το βλέμμα του από το παράθυρο και το έστρεψε σε εμένα.
«Τι σκέφτεσαι για μένα;» Του είπα εγώ ξεχνώντας τον λόγο που μπήκα στην κουζίνα.
«Το ότι από εδώ και πέρα θα είσαι μακριά μου το περισσότερο μέρος της ημέρας και όταν θα είσαι εδώ θα έχεις διάβασμα και γενικός το ότι θα χωριστούμε κατά κάποιον τρόπο.»
Παρόλο που ανησυχούσα και εγώ για αυτό το θέμα του απάντησα με ήρεμη φωνή.
«Μην ανησυχείς όλα θα πάνε καλά, στο υπόσχομαι.» Είπα και κατευθύνθηκα προς την πόρτα που έβγαζε στο σαλόνι, πριν προλάβω όμως να βγω ο Άγγελος με πρόφτασε και πίεσε τα χείλι του πάνω στα δικά μου.
«Ελπίζω να πας καλά στο σχολείο.» Μου είπε και μου χαμογέλασε. Έπειτα πήγα στο σαλόνι και είπα στα παιδιά ότι ήταν ώρα να πάμε στην στάση του λεωφορείου έτσι βγήκαμε όλοι έξω και αρχίσαμε να τρέχουμε προς την στάση. Η στάση βρισκόταν κοντά στο παλιό μου σπίτι. Όταν φτάσαμε εκεί το λεωφορείο είχε είδη φτάσει. Μόλις ο οδηγός είδε ότι ήμασταν τόσοι πολύ ζήτησε εξηγήσεις και εγώ του είπα ότι απλώς μετακομίσανε. Έπειτα μας άφησε να μπούμε μέσα και καθίσαμε στις θέσεις μας. Η ημέρα δεν θα μπορούσε να ήταν χειρότερη. Όλοι οι συμμαθητές μου και οι δάσκαλοι μου ερχόντουσαν και με ρωτούσαν για την αδερφή μου και για την Ρασέλ. Φυσικά τους έλεγα ότι πέθανε σε αυτοκινητιστικό ατύχημα και ότι η Ρασέλ μένει μαζί με εμένα και με τους γονείς μου. Τα παιδιά από την αγέλη δεν απομακρύνθηκαν καθόλου από κοντά μου και συνέχεια προσπαθούσαν να διώξουν τους περίεργους που ερχόντουσαν να ρωτήσουν για την αδερφή μου. Όταν πια τελειώσαμε το σχολείο και επιστρέψαμε στο σπίτι με το που μπήκαμε μέσα έπεσε πάνω μας η Ρασέλ κλαίγοντας.
«Τι έχεις καλή μου, γιατί κλαις;» Τι ρώτησα εγώ αγχωμένη διότι δεν έβρισκα πουθενά τον Άγγελο με το βλέμμα μου.
«Ήρθε ένας άνθρωπος και προσπάθησε να με σκοτώσει αλλά είπε στον θείο ότι θα με αφήσει μόνο άμα δεχτεί να πάει μαζί του.» Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα η Αγάπη. Μόλις τελείωσε η Ρασέλ ξαφνικά όλα γύρω μου σκοτείνιασαν. Όταν άνοιξα τα μάτια μου είδα ότι βρισκόμουν σε ένα δωμάτιο και από πάνω μου στεκόταν ο Άγγελος. Εγώ ανασηκώθηκα και κοίταξα γύρω μου το παράξενο μέρος όπου βρισκόμουν. Λίγα εκατοστά πιο πέρα και κρατώντας το χέρι μου βρισκόταν η Ρασέλ.
«Μα πως βρεθήκατε εσείς εδώ.» Μας ρώτησε. Η Ρασέλ τότε στράφηκε προς τον Άγγελο και του απάντησε.
«Πολλές φορές όταν αγχώνομαι μεταφέρομαι σε διάφορα μέρη άλλα δεν έχω μάθει ακόμα να ελέγχω αυτή μου την δύναμη και μάλλον όταν μίλαγα στη θεία για το τι έπαθες και ενώ την κρατούσα μεταφερθήκαμε στο μέρος όπου σε έχει φέρει αυτός ο άνθρωπος.»
«Μόνο που δεν είναι άνθρωπος.» Της είπε ο Άγγελος.
«Και τότε τι είναι, βρικόλακας;» Τον ρώτησα αμέσως εγώ που είχα μείνει άφωνη από αυτό που είχε κάνει η Ρασέλ.
«Όχι. Μοιάζει λίγο με εμάς. Μπορεί να μεταμορφώνετε όποτε θέλει σε αετό.»
«Και εσένα τι σε ήθελε;»
«Ήθελε κάποιον που να τον κάνει παρέα. Δεν είναι κακός απλώς νιώθει πολύ μοναξιά.»
«Εμένα μου λες.» Του είπα και κατσούφιασα. «Δεν ξέρεις πόσο ανησύχησα.»
«Ναι λιποθύμησε λίγο πριν έρθουμε εδώ.» Με διαβεβαίωσε η Ρασέλ.
«Συγνώμη, είμαι καλά, ηρέμισε.» Μου είπε και με φίλησε.
Εκείνη την στιγμή μας πλησίασε ο άνθρωπος-αετός.
«Βλέπω πως έχεις παρέα, το κοριτσάκι από εκείνο το μέρος και.» Έκανε μια παύση να με περιεργαστεί πριν συνεχίσει. «Και αυτή η νοστιμούλα πια είναι;» Ρώτησε ενώ δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω μου.
«Είμαι η κοπέλα του.» Του απάντησα με κάπως επιθετικό τόνο.
«Νιώθω όμως στον αέρα και την παρουσία ενός ακόμα προσώπου αλλά είναι πολύ μικρό για να μπορέσω να καταλάβω τι είναι.» Συνέχισε αυτός αγνοώντας με.
«Είναι το παιδί μας.» Του απάντησε ο Άγγελος.
«Μα δε βλέπω κανένα παιδί εδώ εκτός από αυτήν την μικρούλα.»
«Δεν το βλέπεις γιατί είναι ακόμα στην κοιλιά της μαμάς του.» Φώναξε θυμωμένη η Ρασέλ.
«Κρίμα.»
«Γιατί κρίμα;» Τον ρώτησα.
«Κρίμα που δεν θα προλάβει να γεννηθεί.» Είπε και ξαφνικά μπροστά μου στεκόταν ένας βασιλικός αετός. Πριν προλάβω όμως να αλλάξω μορφή άκουσα τη Ρασέλ να λέει «μαρμαρόσιους» και έκανε και πάλι τα «ανεξέλεγκτα» μαγικά της και τον έκανε να ακινητοποιηθεί. Αμέσως αυτός έμεινε ακίνητος και μεταμορφώθηκε πάλι σε άνθρωπο.
«Γιατί τα κάνεις όλα αυτά;» Τον ρώτησα εγώ.
«Γιατί δεν έχω φίλους και από ότι φαίνεται μόνο με την βία μπορώ να αποκτήσω.»
«Δεν είναι έτσι. Άμα δεν μας είχες συμπεριφερθεί έτσι θα μπορούσαμε να ήμασταν φίλοι σου τώρα και να μην ήσουν ακινητοποιημένος.»
«Συγνώμη έχετε δίκιο.» Μας είπε και από τον τρόπο του κατάλαβα ότι το είχε μετανιώσει πραγματικά έτσι γύρισα προς τον Άγγελο και του ζήτησα να έρθει μαζί μου λίγο πιο πέρα για να του μιλήσω. Καθώς φεύγαμε ζήτησα από την Ρασέλ να τον προσέχει μέχρι να έρθουμε. Πήγαμε λίγο πιο πέρα ώστε να μην μπορεί να μας ακούσει και είπα στον Άγγελο.
«Τον λυπάμαι τον καημένο, μπορούμε να του δώσουμε μία ευκαιρία.»
«Δεν ξέρω γλυκιά μου δεν τον εμπιστεύομαι και πολύ.»
«Σε παρακαλώ, το ίδιο έλεγες και για τον Ντέιβ.»
«Εντάξει. Έχε χάρη που δεν μπορώ να σου πω όχι.» Μου είπε και με χάιδεψε τρυφερά στο μάγουλο. Έπειτα επιστρέψαμε στο σημείο όπου βρισκόταν η Ρασέλ και ο άνθρωπος-αετός.
«Πως σε λένε;» Τον Ρώτησα.
«Νίκολας, ή αλλιώς Νικ.» Μου απάντησε.
«Λοιπόν Νικ θα ήθελες να μπεις στην «οικογένεια» μας;»
«Αλήθεια το λέτε;»
«Ναι, Ρασέλ άφησε τον να κουνηθεί.»
«Εντάξει θεία.» Μου είπε και έκανε πάλι τα μαγικά της
λέγοντας «Ελευθερόσιους»
«Τώρα να μας πάρω από εδώ;» Ρώτησε η Ρασέλ.
«Είσαι σίγουρη ότι μπορείς;» Την ρώτησα.
«Ναι απλώς πιαστείτε όλοι πάνω μου.» Μας είπε και μόλις την πιάσαμε μεταφερθήκαμε στο σπίτι.

18ο κεφάλαιο ΧΑΡΕΣ ΚΑΙ ΔΑΚΡΙΑ

Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων περάσαμε πολύ ωραία. Μετά το φαγητό η Ρασέλ ανέβηκε και κοιμήθηκε στο δωμάτιο μου ενώ εγώ με την Αγάπη κοιμηθήκαμε στο σαλόνι. Εμένα μου ήταν αρκετά δύσκολο να κοιμηθώ. Το μυαλό μου σκεφτόταν συνέχεια το μωρό που κουβαλάω και τον Άγγελο. Φοβόμουνα, για την ακρίβεια δεν ήξερα αν ήταν σωστή η απόφαση που είχα πάρει. Στο τέλος με παρηγόρησε ότι αύριο θα επιστρέφαμε και πάλι στο σπίτι μας και με αυτήν την σκέψη αποκοιμήθηκα. Το πρωί που ξύπνησα όλοι οι άλλοι κάθονταν στην τραπεζαρία και συζητούσανε. Δεν μπορούσαν να καθίσουν στο σαλόνι γιατί εκεί κοιμόμουν εγώ. Σηκώθηκα έστρωσα τον καναπέ και αφού τους καλημέρισα όλους μπήκα στην τουαλέτα για να αλλάξω, έπειτα πήγα και κάθισα μαζί τους αλλά τώρα είχαν μεταφερθεί στο σαλόνι.
«Τι κάνετε; Καλά είστε;» Τους ρώτησα.
«Μια χαρά είμαστε. Εσύ;»
«Μια χαρά είμαι και εγώ.» Τους είπα και έπειτα έστρεψα την προσοχή μου στη Ρασέλ και στην Αγάπη. «Κορίτσια μετά το πρωινό φεύγουμε. Εντάξει;»
«Εντάξει Μάντι» μου απάντησαν και οι δύο με μία φωνή. Έπειτα η Ρασέλ έτρεξε στην κουζίνα και πείρε λίγη φρυγανιά με μέλι.
«Εσύ δεν θα φας;» Ρώτησα την Αγάπη.
«Όχι δεν πεινάω. Εσύ.»
«Ούτε εγώ.» Της απάντησα και πήγα στην κουζίνα να βρω την Ρασέλ. Όταν έφτασα είχε μόλις τελειώσει το πρωινό της και ήταν έτυμη να φύγουμε.
«Ρασέλ πήγαινε να χαιρετίσεις τον παππού και την γιαγιά και φεύγουμε.» Της είπα και της έδειξα προς το σαλόνι που βρίσκονταν οι γονείς μου. Εκείνη έτρεξε γρήγορα προς εκείνη την κατεύθυνση και επέστρεψε μετά από λίγο με την Αγάπη. Αφού χαιρέτισα και εγώ τους γονείς μου ξεκινήσαμε για το σπίτι μας.
Βγήκαμε έξω και αφού φτάσαμε στο δάσος εγώ και η Αγάπη αλλάξαμε μορφή ενώ η Ρασέλ ανέβηκε επάνω μου, έπειτα τρέξαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε προς το σπίτι. Όταν πια φτάσαμε η ώρα ήτανε πια 13:30. Εγώ με την Αγάπη αλλάξαμε μορφή και μπήκαμε μέσα με την Ρασέλ από πίσω μας. Τα παιδιά δεν ήξεραν τίποτα για το παιδί που κουβαλούσα μέσα μου. Εγώ και ο Άγγελος είχαμε ζητήσει από τον Ντέιβ και την Αγάπη να μην τους πουν τίποτα. Μόλις μπήκαμε μέσα ο Άγγελος και ο Ντέιβ ήρθαν προς το μέρος μας. Δεν πρόλαβα να ανοιγοκλείσω τα βλέφαρα μου και είδα τον Ντείβ και την Αγάπη να φιλιούνται και μετά από λίγα δευτερόλεπτα γινόταν το ίδιο και με εμένα και τον Άγγελο. Ύστερα από λίγο είδα την Μαρίνα να έρχεται προς το μέρος μας. Η Μαρίνα ήταν η τσαμπουκαλού της παρέας της άρεσε να προκαλεί τον άλλον για τα πάντα και να μας κάνει τον μάγκα άλλα αυτά με εμάς δεν έπιαναν.
«Λιπών Μάντι και Αγάπη δεν ξέρω τι συμβαίνει αλλά τα αγόρια σας προσπαθούν να μας κρύψουν κάτι από την ώρα που ήρθανε μέσα. Λοιπόν ή θα μου πείτε τι συμβαίνει ή εγώ φεύγω.» Μας είπε η Μαρίνα μόρτικα.
«Κάτσε βρε Μαρίνα αμέσως να φύγεις.» Της είπα εγώ και την τράβηξα από το χέρι.
«Μην μας το χαλάς τώρα.» Συμπλήρωσε η Αγάπη.
«Έλα βρε Μαρινάκι τώρα, που σε λίγο καιρό θα γίνετε εσύ και ο Παύλος νονοί, μην μας το χαλάτε.» Είπε ο Άγγελος και με αγκάλιασε από τους ώμους ενώ εγώ τον κοίταζα έκπληκτη. Ήταν πολύ καλό εκ μέρους του να ζητήσει από τον Παύλο και την Μαρίνα να βαφτίσουνε το μωρό μας. Ο Παύλος και η Μαρίνα ήταν οι καλύτεροι μου φίλοι και εκείνος το ήξερε και γι αυτό και τους το είπε. Ο Παύλος εντωμεταξύ είχε σηκωθεί από τον καναπέ που καθόταν στο σαλόνι και καθόταν δίπλα στην Μαρίνα έκπληκτος με αυτό που είχε ακούσει. Το ίδιο και η Μαρίνα.
«Αν φυσικά θέλετε.» Συμπλήρωσα εγώ μετά από λίγο. Πέρασαν λίγα λεπτά χωρίς να ακούγετε τίποτα άλλο εκτός από τον αέρα που έπαιζε με τα φίλα των δέντρων έξω από το σπίτι ώσπου κάποια στιγμή την σιγή έκοψε η Μαρίνα.
«Τι είπατε;» Είπε και κοίταζε μία εμένα και μία τον Άγγελο.
«Τι εννοείτε;» Συνέχισε την πρόταση της ο Παύλος.
«Εννοούν ότι εγώ θα γίνω θείος.» Είπε ο Ντείβ και πήγε και στάθηκε πίσω από τον Άγγελο.
«Και ότι εγώ θα αποκτήσω ξαδερφάκι.» Συνέχισε η Ρασέλ με την τραγουδιστή φωνή της δίχως να χάσει ευκαιρία να πάρει μέρος στην συζήτηση χαϊδεύοντας την κοιλιά μου.
«Κατάλαβα καλά…;» Άκουσα κάποιον να ρωτάει και είδα την Βαλεντίνα να μπαίνει εκείνη την στιγμή μέσα στο δωμάτιο.
«Η Μάντι είναι έγκυος.» Κατάφερε να τελείωση την πρόταση της.
«Ναι.» Της απάντησα εγώ και μετά στράφηκα προς την Μαρίνα και τον Παύλο.
«Εσείς παιδιά θέλετε να βαφτίσετε το παιδί μας;» Τους ρώτησα.
«Φυσικά.» Απάντησε τότε ο Παύλος και έτρεξε προς το μέρος μου και με σήκωσε στην αγκαλιά του λες και ήμουν κανένα μικρό μωρό. Εγώ ξαφνικά άρχισα να γελάω καθώς εκείνος με έκανε γύρω, γύρω.
«Σταμάτα καλέ θα ζαλιστεί.» Του φώναξε η Μαρίνα και εκείνος σταμάτησε απότομα με αποτέλεσμα όταν με άφησε κάτω να μην μπορούσα να στηριχτώ στα πόδια μου. Αλλά αμέσως σχεδόν την θέση των στιβαρών χεριών του Παύλου βρήκαν τα γνωστά χέρια του Άγγελου ο οποίος με σήκωσε στην αγκαλιά του και με φίλησε τρυφερά στο μέτωπο. Έπειτα με άφησε απαλά στο έδαφος και πρόσεξα πως η Μαρίνα καθόταν σκεφτική στην άκρη του καναπέ του σαλονιού. Άφησα το χέρι του Άγγελου και πήγα και έκατσα δίπλα της.
«Τι έχεις Μαριδάκι.» Της είπα χαμογελαστά. Μαριδάκι την λέγανε τα παιδιά όταν ήμασταν μικρότερες έτσι για να την πειράξουν.
«1ον δεν με λένε Μαριδάκι και 2ον ανησυχώ για σένα. Είσαι σίγουρη γι αυτό, και οι σπουδές σου; Τι θα γίνει, και από ότι μου εξήγησε η Αγάπη το μωρό θα γεννηθεί σε περίπου δύο μήνες μετά τα Χριστούγεννα, τι θα κάνεις με το σχολείο. Τελευταία χρονιά είναι φέτος.»
«Ηρέμισε, άκου την τελευταία εβδομάδα της εγκυμοσύνης δεν θα έρθω στο σχολείο. Ο Άγγελος ούτως ή άλλως έχει τελειώσει το σχολείο και θα μένει σπίτι με την Ρασέλ οπότε θα τα καταφέρω μην ανησυχείς.»
«Μόνο υποσχέσου μου ότι δεν θα παραμελήσεις το σχολείο.»
«Εντάξει το υπόσχομαι. Σαν την αδερφή μου κάνεις.» Είπα και αμέσως έσκυψα το κεφάλι ενώ δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια μου. «Έτσι μου έλεγε και εκείνη συνέχεια. Όταν με κάποιους φίλους μου φτιάξαμε συγκρότημα, όταν πήγα σε μουσικό σχολείο, όταν…» Είπα και σταμάτησα να μιλάω. Τώρα έκλαιγα με λυγμούς. Έπειτα από λίγο ένιωσα κάποιον να μου σκουπίζει τα μάτια. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα τον Άγγελο να με κοιτάει.
«Μην κλαις γλυκιά μου. Το καταλαβαίνω ότι σου λείπει η αδερφή σου. Σε παρακαλώ μην κλαις.» Μου είπε όσο πιο τρυφερά μπορούσε.
«Εσύ δεν καταλαβαίνεις τίποτα.» Του φώναξα. «Εσύ δεν έχεις χάσει κανέναν από την οικογένειά σου. Δεν ξέρεις τίποτα.» Είπα και τράβηξα το χέρι μου από το δικό του ενώ αμέσως μετά έτρεξα στις σκάλες και ανέβηκα στο δωμάτιο μου. Μόλις μπήκα μέσα ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και συνέχισα να κλαίω. Από κάτω άκουγα ομιλίες. Ανάμεσα τους ξεχώρισα την φωνή της Μαρίνας και του Άγγελου.
«Μην στενοχωριέσαι, θα της περάσει. Φταίνε οι ορμόνες της τώρα με την εγκυμοσύνη την τρελαίνουν.» Άκουσα την Μαρίνα να λέει στον Άγγελο.
«Μάλλον έχεις δίκιο.» Της απάντησε ο Άγγελος με μια θλιμμένη φωνή. Μα τι σκεφτόμουν, γιατί του φώναξα; Μάλλον είχε δίκιο η Μαρίνα. Έπειτα από λίγο άκουσα την πόρτα του δωματίου να ανοίγει και είδα να μπαίνει μέσα ο Άγγελος διστακτικά. Εγώ σηκώθηκα όρθια και έπεσα πάνω του.
«Συ-γνώ-μη.» Κατάφερα να του πω μέσα από τους λυγμούς μου.«Δεν… δεν ξέρω τι, τι με έπιασε.»
«Σους. Ηρέμισε, όλα θα πάνε καλά, όλα θα πάνε καλά.» Μου ψιθύρισε στο αυτί και μετά με φίλησε στα μαλλιά.
«Δεν ήθελα να σου μιλήσω έτσι. Συγνώμη.»
«Μην μου ζητάς συγνώμη, δεν φταις εσύ. Είσαι κουρασμένη. Έλα ξάπλωσε για λίγο και θα σε ξυπνήσω εγώ για το βραδινό ή μήπως θέλεις να έρθεις κάτω να φας;»
«Όχι δεν πεινάω, θα κοιμηθώ λιγάκι. Συγνώμη και πάλι.» Του είπα και τον φίλησα προτού απομακρυνθώ από εκείνον και ξαπλώσω στο κρεβάτι μου. Δεν πρόλαβα να κλείσω τα μάτια μου και με πείρε ο ύπνος.