Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Κεφάλαιο 2ο Το ταξίδι αρχινά

Έβαλα τα δυο μου χέρια στις άκρες του κουτιού, και με ήρεμο τρόπο άρχισα να τραβάω το καπάκι του προς τα πάνω ώσπου να ανοίξει.
Οι παλάμες μου έτρεμαν από την θέληση να ανακαλύψουν τι υπήρχε κρυμμένο μέσα σε αυτό το κουτί.
Με το που το άνοιξα, ένιωσα άνεμο να με τυλίγει, έκλεισα με φόρα τα μάτια μου, λόγο της πίεσης που μου ασκούταν.
Ένιωσα σαν κάτι να τυλίγεται στο σώμα μου, άνοιξα τα μάτια μου, και το ίδιο απότομα που εμφανίστηκε ο άνεμος, το ίδιο ξαφνικά εξαφανίστηκε.
Κοίταξα προσεχτικά γύρω μου, το κουτί ήταν ανοιχτό, και μέσα υπήρχε ένα ξίφος, και δίπλα του ακριβώς το φουστάνι που φορούσα.
Αμέσως κοίταξα εμένα την ίδια, το σώμα μου. Πλέον ήμουν ντυμένη με περίεργα ρούχα, έμοιαζαν με πολεμικά. Φορούσα κάτι καστανά σανδάλια που έφταναν ως το γόνατο μου. Το φόρεμα που φορούσα, με κόκκινα και μπλε σχέδια, ενώ στην μέση είχε ένα Χρυσό μισοφέγγαρο. Για την ακρίβεια το συγκεκριμένο φόρεμα θεωρούταν πολύ κοντό, ίσα που έφτανε μέχρι το μπούτι. Κοιτούσα τον εαυτό μου, λες και ήμουν μια άλλη.
Πίσω από τα σανδάλια υπήρχε χώρος για να κρύψω όποιο μαχαίρι ήθελα, και στο δεξιό μου πλευρό κρεμόταν μία θήκη ξίφους.
Κοίταξα πάλι το κουτί, μέσα βρισκόταν ακόμα το φόρεμά μου και το ξίφος.
Με μία άγρια κίνηση τράβηξα το ξίφος με το δεξί μου χέρι. Άρχισα να παρατηρώ το κάθε του σχέδιο. Η λαβή του ήταν από ασήμι και είχε διάφορα σχέδια από μπρούτζο, ενώ στην μέση υπήρχε το χαρακτηριστικό μισοφέγγαρο.
Με στοργή το πέρασα μέσα στην θήκη. Δεν ήξερα γιατί, αλλά αυτά τα ρούχα με έκαναν να νιώθω πολύ οικία, σαν να έχουν φτιαχτεί για εμένα.
Ίσως να έχουν σχέση με την αυριανή νύχτα, ίσως είναι για να με βοηθήσουν.
«Amaradeath κατέβα να καληνυχτίσεις τον πατέρα σου» Άκουσα την μητέρα μου να φωνάζει.
“Ωχ η μητέρα μου δεν πρέπει να με δει έτσι”
Άρχισα αμέσως να ξεντύνομαι, όταν όμως προσπάθησα να πάρω το φουστάνι μου από το κουτί, έμοιαζε σαν να είχε κολλήσει.
Στράφηκα προς την κούτα με τα ρούχα μου, και τράβηξα όποιο φόρεμα βρήκα μπροστά μου, βάζοντας στην θέση του την πολεμική στολή, και με γρήγορες κινήσεις το φόρεσα, καθώς κατέβαινα τρέχοντας τις σκάλες. Μπήκα στο δωμάτιο και είδα τον πατέρα μου να έχει ήδη ξαπλώσει στο κρεβάτι του. Έσκυψα βιαστικά και τον φίλησα στο μάγουλο, σιγομουρμούρισα ένα καληνύχτα στην μητέρα μου, και πήγα πάλι βιαστικά στο δωμάτιο μου.
Καθώς ξάπλωσα στο κρεβάτι μου, γύρισα να κοιτάξω έξω από το παράθυρο.
Το πέπλο της νύχτας είχε σκεπάσει για τα καλά, όλο το χωριό.
Κοίταξα αφηρημένη το φεγγάρι καθώς έλεγα στον εαυτό μου.
“Αύριο τέτοια ώρα θα κάνω αυτό που αναζητούσα τόσα χρόνια.” Και τελειώνοντας αυτήν την φράση μου αφέθηκα στον κόσμο των ονείρων. Που να ήξερα όμως ότι δεν θα ήταν τόσο εύκολα όπως νόμιζα.
Στον ύπνο μου, ήταν σαν να συνέχιζα το όραμα που είχα δει νωρίτερα την ίδια μέρα. Είδα πως και πάλι προχωρούσα στην βροχερή νύχτα, μόνο που αυτήν την φορά αναγνώριζα την πολεμική στολή που φορούσα.
Ακολουθούσα και πάλι το φως, όμως λίγο πριν φτάσω και μάθω από πού προέρχεται, ένας τεράστιος λύκος εμφανίστηκε μπροστά μου γρυλίζοντας.
Τράβηξα το ξίφος μου και προσπάθησα να του επιτεθώ, όμως ήταν πολύ πιο γρήγορα, με έριξε κάτω και ανέβηκε από πάνω μου. Έτρεμα, ένιωθα τον ιδρώτα να τρέχει από το πρόσωπο μου, με αποτέλεσμα να ξυπνήσω απότομα πέφτοντας από το κρεβάτι μου.
Ένιωθα τον δεξί μου ώμο να καίει. Με το ζόρι κράτησα μία κραυγή πόνου.
Κοίταξα το σημάδι μου. Και κατάλαβα γιατί πονούσα. Είδα το μισοφέγγαρο να έχει γίνει πλέον πιο ανάγλυφο ενώ ήταν περιτριγυρισμένο από μία χαρακωμένη γραμμή, μία γραμμή με το δικό μου αίμα.
Δεν ήξερα τι να κάνω
Κοίταξα τον ήλιο έξω και συνειδητοποίησα ότι πρέπει να κόντευε μεσημέρι.
Σηκώθηκα όρθια πείρα έναν σάκο και μέσα έβαλα την στολή μου και το ξίφος μου.
Έπειτα με ελαφρύ βηματισμό κατέβηκα τις σκάλες και βγήκα έξω από το σπίτι μου.
Οι γονείς μου έλειπαν βρίσκονταν και οι δύο στο χωριό. Ήταν η τέλεια ευκαιρία να το σκάσω.
Κατευθύνθηκα προς την μεριά του ψηλού δέντρου.
Άφησα τον σάκο στις ρίζες του, και αγκάλιασα και με τα δυο μου χέρια τον κορμό του.
Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου.
Ήξερα πως μπορεί να μην το ξαναέβλεπα ποτέ.
Ένιωσα τα κλαδιά του να τυλίγονται γύρω μου, και αν και μου φάνηκε περίεργο έμεινα εκεί στην τρυφερή αγκαλιά του.
«Πρέπει να φύγω τώρα» Μουρμούρισα, και αμέσως τα κλαδιά απομακρύνθηκαν από πάνω μου. Πλέον ούτε αυτό δεν μου φαινόταν περίεργο, όλα τα περίμενα σε αυτό το ταξίδι που ξεκινούσα, ακόμα και δέντρα με αισθήματα, κοίταξα τον παλιό μου φίλο, και μου φάνηκε πως είδα νερό να τρέχει από διάφορες σχισμές του, σαν να έκλαιγε όπως εγώ.
Έβαλα τα χέρια μου μέσα στην μικρή κουφάλα του και το χάιδεψα απαλά, έπειτα χωρίς να πω τίποτε άλλο, πήρα τον σάκο μου και άρχισα να κατευθύνομαι προς το μέρος του χωριού.
Κανένα παιδί δεν βρισκόταν έξω από το σπίτι του, όλοι φοβόντουσαν να τα αφήσουν να παίξουν εκείνη την ημέρα.
Οι μόνοι που κυκλοφορούσαν ήταν μερικοί γέροι, ή ορισμένες μανάδες που είχαν βγει για ψώνια. Παρόλα αυτά, ανέπτυξα ταχύτητα στον βηματισμό μου, καλύτερα να μην με πρόσεχε κανείς.
Είχα σκυφτό το κεφάλι και τα μαύρα μαλλιά μου χόρευαν στην κάθε πνοή του ανέμου.
Χωρίς να καταλάβει το πως, βρέθηκα στην άκρη του βάλτου. Λίγα βήματα πιο πέρα και θα ήμουν εντελώς εκτός του χωριού.
Πλέον πήγαινα όλο και πιο αργά, φόβος είχε αρχίσει να με κατακλύζει, ξαφνικά έπεσα πάνω σε κάποιον, δεν τολμούσα να σηκώσω το κεφάλι μου να δω ποιος είναι απλώς απομακρύνθηκα γρήγορα.
«Επ για πού το έβαλες.» Άκουσα κάποιον να λέει, γύρισα να κοιτάξω ποιος ήταν.
Ψιλός γύρω στην ηλικία τον 18 , με καστανά μακριά μαλλιά που έφταναν ως τον ώμο του και καταγάλανα μάτια.
«Εεε, εγώ…»
«Να υποθέσω πας στο άγνωστο να βρεις τους αγνοούμενους.» Μου είπε κοιτάζοντάς με σκυθρωπά.»
«Ναι, μα πως το ήξερες;» Δεν μου απάντησε, μόνο συνέχισε να μιλάει σαν να μην τον διέκοψα ποτέ.
«Άμα θες να φτάσεις εκεί και να μην είσαι άλλη μία αιχμάλωτος τους, πρέπει να έχεις στολή, πρέπει να ξέρεις να χειρίζεσαι το ξίφος.»
«Μα έχω και στολή, και ξίφος.» Είπα θαρραλέα.
«Ναι όμως ξέρεις να το χειρίζεσαι; Πήγαινε άλλαξε, θα σε περιμένω εδώ ακριβώς, θα σου μάθω, τουλάχιστον τα βασικά μέχρι να έρθει η ώρα να φύγεις.
«Μα εσύ που τα ξέρεις όλα αυτά, ποιος είσαι;»
«Κάποια στιγμή θα μάθεις, αλλά όχι ακόμα.» Μου απάντησε… Δεν επέμενα παραπάνω, εξάλλου αυτήν την εκπαίδευση την χρειαζόμουν και δεν είχα και πολύ χρόνο στην διάθεση μου. Ήδη είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει.
Κρύφτηκα πίσω από ένα περίεργο δέντρο και άρχισα να βγάζω τα ρούχα μου, όταν πλέον είχα αλλάξει, κατευθύνθηκα και πάλι προς τα εκεί όπου είχα δει το περίεργο αγόρι.
Πλέον το σημάδι στον ώμο μου ήταν ορατό.
Κοίταξα προς το μέρος του και είδα πως είχε βγάλει την μπλούζα του, πολύ τολμηρό για την εποχή εκείνη. Το σώμα του ήταν υπερβολικά γυμνασμένο και γεμάτο κοιλιακούς.
«Δεν έχουμε πολύ χρόνο καλύτερα να σου μάθω τα πιο βασικά, πριν βγει η πανσέληνος.» Μουρμούρισε χωρίς να με κοιτάει, και με έναν περίεργο τρόπο μάζεψε τα καστανά μακριά μαλλιά του έτσι ώστε να μην πέφτουν στο πρόσωπο του.
Έπειτα πήρε ένα ξίφος που ήταν ακουμπισμένο στο πάτωμα και με κοίταξε.
Δεν χρειάστηκε να μου το πει, έβγαλα το ξίφος μου από την θήκη του και στράφηκα απέναντί του.
Πριν με ειδοποιήσει καν, άρχισε να έρχεται προς το μέρος μου, και να με συγκρούει τα ξίφη μας ασταμάτητα. Προσπαθούσα να τον αποκρούσω, μέχρι που έπεσα κάτω.
«Δεν τα πήγες κι άσχημα για πρώτη φορά.» Μου είπε κι μου έκλεισε το μάτι, Ναι λες και δεν ήξερα πως τα πήγα χάλια.
Μου έδωσε το χέρι του και με βοήθησε να σηκωθώ.
Αφότου σηκώθηκα αυτήν την φορά ήμουν πιο προετοιμασμένη οπότε όταν πήγε να με χτυπήσει τον απέκρουσα αμέσως. Όσες πιο πολλές φορές γινόταν αυτό, τόσο πιο σίγουρη ένιωθα, πως τα μάθαινα όλα πια.
Κάθε λεπτό που περνούσε γινόμουν και καλύτερη, μέχρι που κατάφερα και τον αφόπλισα ρίχνοντας κάτω και απειλώντας τον με το δικό μου ξίφος.
«Μπράβο, είδες, μια χαρά… Ωχ ΟΧΙ.» Μου είπε και με κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια.
«Τι συνέβη?»
«Η πανσέληνος, φύγε γρήγορα.» Είπε δείχνοντας μου με το δάχτυλό του το φεγγάρι που σιγά, σιγά ξεπρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο. Εγώ τον κοιτούσα, πήγα να τον βοηθήσω να σηκωθεί, όμως αυτός μου είπε κάτι που περισσότερο με γρύλισμα ακούστηκε, παρά με ανθρώπινη λαλιά.
«Φύγε ΤΩΡΑ, ΤΡΕΧΑ.»
Έκανα αυτό που μου είπε, άρπαξα τον σάκο μου κι άρχισα να τρέχω, έτρεχα σαν να προσπαθούσα να ξεφύγω από κάτι, όμως δεν ήξερα από τι.
Καθώς έτρεχα κοιτούσα γύρω μου, μήπως και δω το φως.
Σταμάτησα απότομα καθώς ένιωσα την έλξη, γύρισα στα αριστερά μου, και είδα κάπου στο βάθος κάτι φώτα να αχνοφαίνονται. Είχε αρχίσει να βρέχει, και ο αέρας φυσούσε άγρια.
Αυτό ήταν. Το βρήκα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου