Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Κεφάλαιο 1ο Το όραμα


“15 χρόνια έχουν περάσει από τότε που είχε συμβεί η πρώτη εξαφάνιση.
Η εξαφάνιση κάποιου ανήλικου. Κάποιου παιδιού που απομακρυνόταν από το χωριό προς την μεριά του βάλτου, και ποτέ δεν ξαναεμφανιζόταν.
Πριν από 15 χρόνια είχε εξαφανιστεί ένα 5χρονο αγόρι, ο αδερφός μου.
Δεν τον γνώρισα ποτέ, όταν εξαφανίστηκε ήμουν μόλις 2 μηνών. Ψάχνανε όλοι, όμως κανείς δεν βρήκε τίποτα, ούτε ένα στοιχείο για το που μπορεί να βρισκόταν. Όλοι είχαν απελπιστεί, και μετά από μία εβδομάδα αναζήτησης τα παραιτήσανε.
Πίστευαν ότι μπορεί να είχε πέσει μέσα στον βάλτο, ή να τον είχε φάει κάποιο θηρίο. Από τότε η μητέρα μου ήταν πολύ επιφυλακτική μαζί μου. Δεν με άφηνε να πάω πουθενά αν δεν ήξερε πως ήμουν μαζί με κάποιον άλλον.
5 χρόνια αργότερα, μία νύχτα σαν εκείνη, την ίδια ημερομηνία, έγινε η δεύτερη εξαφάνιση. Ετούτη την φορά είχε εξαφανιστεί ένα 7χρονο κορίτσι. Η έρευνες πάλι κράτησαν για μια εβδομάδα. Όλοι θεωρούσαν πως ήταν σύμπτωση που έγινε την αντίστοιχη ημέρα με τότε… Ώσπου καθώς αναζητούσαν το αγόρι, βρήκαν σε έναν φρεσκοσκαμμένο λάκκο, 2 παιδικά παπούτσια, τα παπούτσια του αδερφού μου. Και έπειτα από 5 χρόνια επαναλήφτηκε η ίδια ιστορία αυτήν την φοράμε ένα 10χρονο αγόρι, και όταν γίνανε οι έρευνες για την εξαφάνιση του ανακάλυψαν ένα μικρό κοριτσίστικο φουστάνι, θαμμένο στο χώμα, στο ίδιο σημείο που είχαν βρεθεί 5 χρόνια νωρίτερα τα παπούτσια του αδερφού μου.
Από τότε, διάφοροι μύθοι έχουν φτιαχτεί.
Μύθοι όπως, ότι κάποιος απαγάγει τα παιδιά κάθε 5 χρόνια, ή ότι ένα τέρας προσελκύει όποιο πλάσμα βρίσκεται πιο κοντά. Άλλοι πάλι ακόμα υποστηρίζουν πως είναι συμπτώσεις.
Εγώ να σας πω την αλήθεια δεν πιστεύω καμία από αυτές τις εκδοχές, Αλλά εννοείται πως δεν πιστεύω ότι είναι μόνο μία σύμπτωση.
Είμαι η Amaradeath Mason και πιστεύω ότι και ο αδερφός μου αλλά και το άλλο αγόρι και το κορίτσι είναι ακόμα ζωντανοί κάπου εκεί έξω και έχω σκοπό να τους σώσω.
Θα μου πείτε πως μου ήρθε πάλι αυτό στο νου. Όχι ότι μπορούσα και να το ξεχάσω, όπου και να πήγαινα στο χωριό όλοι με έδειχναν και έλεγαν “Αυτή η καημένη έχασε τον αδερφό της, και είναι τόσο καλή” “Χάρης στον αδερφό της ξεκίνησαν οι εξαφανίσεις, αν δεν ήταν αυτό το παλιόπαιδο…”

Αλλά εκτός αυτού, σε μία μέρα θα ήταν η αντίστοιχη ημέρα, και σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, είχαν περάσει ακριβώς 5 χρόνια από την τελευταία εξαφάνιση, άρα τώρα θα ήταν η σειρά για κάποιο άλλο παιδί να εξαφανιστεί. Θα πήγαινα λοιπόν εγώ, με την θέλησή μου.” Τις σκέψεις μου διέκοψε η φωνή της μητέρας μου.
«Amaradeath βγες έστω και λίγο από το δωμάτιο σου, έχω να σου πω ορισμένα πράγματα.»
Ήξερα τι θα μου πει, κάθε χρόνο η ίδια ιστορία, λίγο πριν έρθει η μέρα που σαν εκείνη εξαφανίστηκε ο αδερφός μου, με φώναζε και μου μιλούσε για το ότι είναι επικίνδυνο να βγαίνω από το σπίτι, και πως άμα βγω να μην απομακρυνθώ από το χωριό. Τα ήξερα όλα πλέον απ’ έξω, πάντα τηρούσα αυτό που μου ζητούσε, δεν ήθελα να την απογοητεύσω. Όμως αυτήν την φορά, τίποτε δεν θα μπορούσε να με σταματήσει από το να σώσω τον αδερφό μου, ήμουν αποφασισμένη.
Κατευθύνθηκα βιαστικά προς την κουζίνα στην οποία βρισκόταν η μητέρα μου.
Η κουζίνα ήταν λιτή, δεν είχε πολλά έπιπλα, μόνο ένα τραπέζι στο οποίο δειπνούσαμε εγώ και οι γονείς μου, κάτι ντουλάπια στα οποία η μητέρα μου φιλούσε τα τρόφιμα, και στην γωνία υπήρχε το τσιγκέλι με τα κάρβουνα.
Εκεί το τσουκάλι με το φαγητό βρισκόταν ήδη πάνω στα αναμμένα κάρβουνα και έβραζε το περιεχόμενο του.
«Μητέρα με ζήτησες;» Ρώτησα καθώς γύρισα να κοιτάξω την μητέρα μου, η οποία πρόσθετε τα τελευταία υλικά στο τσουκάλι.
Η μητέρα μου ονομαζόταν Sirena, ήταν αρκετά κοντή στο ύψος και παχουλή, τα μαλλιά της, αν και καστανά, όταν βρίσκονταν στον ήλιο κοκκίνιζαν, ενώ τα μάτια της στην απόχρωση του μπλε.
«Ναι γλυκιά μου. Όπως ξέρεις αύριο…»
«Ναι μητέρα ξέρω, άυριο κλείνουν 15 χρόνια από την εξαφάνιση του…»
«Γι αυτό ήθελα να σου υπενθυμίσω…»
«Να είμαι πολύ προσεχτική να μην βγαίνω από το σπίτι μόνη μου, και να μην απομακρυνθώ από το χωριό παρά μόνο αν είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου.»Διέκοψα και πάλι την μητέρα μου.
«Αχ, αυτό να μην έκανες μόνο…» Είπε παραπονιάρικα η Sirena.
«Μητέρα, μου τα λες από μικρό παιδί, πλέον τα ξέρω καλά.»
«Το ξέρω, απλώς φοβάμαι.»
«Μην φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά, σου υπόσχομαι θα κάνω ότι μου χεις πει.»
Το σιχαινόμουν που της έλεγα ψέματα, και το σιχαινόμουν που θα ‘πρεπε να βρω μία πολύ καλή δικαιολογία για να απομακρυνθώ από το σπίτι ΧΩΡΙΣ συνοδεία.
Γύρισα την πλάτη μου και κατευθύνθηκα προς την πόρτα του σπιτιού.
«Που πας;» Άκουσα την μητέρα μου να ρωτάει.
«Στο ρυάκι, να πάρω λίγο αέρα.» Απάντησα, και με γρήγορα βήματα βγήκα έξω από το σπίτι μου.
Το σπίτι μου ήταν σχετικά απομακρυσμένο από τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού.
Η μητέρα μου το είχε επιλέξει μαζί με τον πατέρα μου, γιατί αν και ήμασταν φτωχοί η φύση υπήρχε μέσα στην καρδιά μας.
Το σπίτι μας βρισκόταν στην μέση ενός καταπράσινου λιβαδιού, δέντρα το περιτριγύριζαν, τα περισσότερα ήταν πεύκα, αλλά υπήρχαν και διάφορα άλλα, όπως ελιές.
Όμως εμένα ένα δέντρο ήταν το αγαπημένο μου. Το μοναδικό πλατάνι που υπήρχε μέσα στα όρια του χωριού. Βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι μου, δίπλα σε ένα ρυάκι που υπήρχε εκεί. Όποτε ήθελα να σκεφτώ κάτι, πήγαινα και καθόμουν εκεί μαζί του, από μικρή. Δεν το θεωρούσα απλά ένα δέντρο, ήταν ο καλύτερός μου φίλος. Λόγο της εξαφάνισης του αδερφού μου, δεν κατάφερα να αποκτήσω κανονικούς φίλους, οπότε για μένα αυτό το δέντρο ήταν όλη μου η ζωή, ήταν το μοναδικό ζωντανό πλάσμα που καθόταν και με άκουγε όταν είχα κάτι να πω, ή με αγκάλιαζε με τα κλαδιά του όταν έκλαιγα.
Κατευθύνθηκα προς το ρυάκι, εκεί λίγο πιο δίπλα, έστεκε ο καλύτερός μου φίλος, έσπευσα με γρήγορα βήματα και έγειρα την πλάτη μου πάνω στον γέρικο κορμό του. Ο άνεμος έκανε τα φύλα του να πάλλονται, με τόση ηρεμία, που αν καθόσουν για πολύ ώρα να τα κοιτάς, θα σε υπνώτιζε. Όταν ήμουν πιο μικρή, έμπενα μέσα σε μία κουφάλα που έχει και το ένιωθα σαν σπιτικό μου, δυστυχώς πλέον δεν χωράω, παραμεγάλωσα όπως λέει και η μητέρα μου.
Άφησα τα χέρια μου να τυλιχτούν γύρω από ένα κλαδί του, και κάθισα στο έδαφος.
Έκλεισα τα μάτια μου, και άφησα την ζεστή αναπνοή του ανέμου να χτυπήσει το πρόσωπο μου.
Έπρεπε να σκεφτώ πως ακριβώς θα πήγαινα εκεί, πως θα έβρισκα τον αδερφό μου. Αν δεν ήμουν εγώ αυτή που θα καλούταν;
Αν καλούσαν κάποιον άλλον;
Θα πήγαινα λίγο έξω από τον βάλτο, και αν έβλεπα ότι εμένα δεν με έλκυε τίποτα, θα περίμενα να δω, πιο έλκυε, θα τον ακολουθούσα, θα πήγαινα μαζί του.
Μόνο αυτός ο τρόπος υπάρχει για να μπορέσω να σώσω τον αδερφό μου, αλλά και όσα άλλα παιδιά έχουν χαθεί.
Ο αδερφός μου λογικά τώρα θα είναι 20 το κορίτσι πρέπει να είναι 18 ενώ το άλλο αγόρι συνομήλικος μου, 15.
Έπρεπε να σταματήσει αυτή η ιστορία με της εξαφανίσεις, και η τελευταία μου ευκαιρία να το κάνω είναι τώρα, γιατί σε 5 χρόνια θα είμαι πλέον ενήλικη, δεν θα μπορούσα να πάω.
Χωρίς να το καταλάβω, με πείρε ο ύπνος. Όμως αυτό που είδα ήταν πολύ περίεργο, ήταν σαν το δέντρο να μου μετέδιδε κάποιο όραμα, για να με βοηθήσει.
Είδα εμένα δίπλα στο βάλτο, να προχωράω καθώς η βροχή έπεφτε ακατάπαυστα, δεν είχα ίχνος φόβου στο πρόσωπο μου. Βρισκόμουν μόνη μου μέσα στην νύχτα. Περπατούσα αποφασισμένη να φτάσω στον προορισμό μου, και ξαφνικά είδα ένα φως, ένα φως τόσο ελκυστικό.
“Το βρήκα” σιγομουρμούρισα. Όμως λίγο πριν φτάσω εκεί, όλα σκοτείνιασαν.
Άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα, συγκλονισμένη από το όνειρο-όραμα.
Σηκώθηκα με γρήγορες κινήσεις όρθια, και στράφηκα να κοιτάξω το αγαπημένο μου δέντρο. Ήμουν σίγουρη πως αυτό δεν ήταν συνηθισμένο όνειρο.
Ποτέ όταν κοιμόμουν κοντά στο πλατάνι μου, δεν έβλεπα συνηθισμένα όνειρα. Πάντα έβλεπα… οράματα. Ακόμα και όταν ήμουν μικρή, έβλεπα τι ήταν αυτό που ήθελα περισσότερο… Και πάντα αν ακολουθούσα το όραμα, το έβρισκα.
Απομακρύνθηκα αμέσως από το τεράστιο δέντρο, και γονάτισα μπροστά στο ρυάκι.
Τι να σήμαινε τώρα αυτό, και γιατί δεν με άφησε να δω από πού προερχόταν αυτό το φως; Τελικά θα καλέσει εμένα, η απλώς πρέπει να πάω μόνη μου και να μην αφήσω να καλέσει κανέναν άλλον; Τόσες απορίες. Οι οποίες θα μου λύνονταν, σε 1ημέρα από τώρα, για την ακρίβεια σε 1νύχτα.
Έβαλα τα χέρια μου μέσα στο παγωμένο ρυάκι, και με απαλές κινήσεις έριξα νερό στο πρόσωπο μου, μήπως και συνέλθω. Ποτέ άλλοτε δεν είχα ξανά σοκαριστεί έτσι από κάποιο όραμα που μου έστελνε ο πλάτανος.
Κοίταξα την αντανάκλαση μου ακριβώς μπροστά μου.
Τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά μου, έπεφταν σχεδόν κατσαρά πάνω στους ώμους μου, ενώ τα πράσινα μάτια μου ήταν ορθάνοικτα από το σοκ.
Έσπρωξα την τούφα που έκρυβε τον δεξί μου ώμο και κοίταξα το σημάδι που βρισκόταν εκεί.
Ήταν το σύμβολο ενός μισοφέγγαρου. Το είχα από τότε που γεννήθηκα.
Ξεφύσηξα και κάλυψα πάλι τον ώμο μου.
Όπως μου είχε πει η μητέρα μου, ήμουν ίδια με τον αδερφό μου.
Κανείς από τους δυο μας δεν της έμοιαζε. Μοιάζαμε και οι δυο μας στον πατέρα. Αλλά εγώ έβλεπα την ομοιότητα στα πρόσωπα μας.
Μπορεί να μην είχα πάρει ούτε το χρώμα των μαλλιών της, ούτε το χρώμα των ματιών της. Όμως το σχήμα του προσώπου μας ήταν το ίδιο, στρογγυλό, με ένα ελαφρός τριγωνικό πιγούνι.
Τον πατέρα δεν τον έβλεπα πολύ, ξημεροβραδιαζόταν στην ταβέρνα του χωριού.
Συζητούσε για τα προβλήματα της χώρας, για τον βασιλιά που δεν ασχολιόταν με τίποτα. Και για το πόσο άδικο ήταν που δεν βοηθούσε κανείς να σταματήσουν οι εξαφανίσεις.
Η μητέρα μου πάλι, πλέον έκανε κολλητή παρέα με τις άλλες μητέρες που είχαν χάσει τα παιδιά τους. Όλες την καταλάβαιναν, και εκείνη τις καταλάβαινε όλες.
Εγώ τον περισσότερο χρόνο μου τον περνούσα στο δωμάτιο μου.
Όταν λέω δωμάτιο, μην φανταστείτε καμία πολυτέλεια. Ήταν το πατάρι του σπιτιού μας. Είχα κάνει πέρα όλες τις κούτες έτσι ώστε να μπορέσω να τοποθετήσω ένα ξύλινο κρεβάτι, γεμισμένο με σανό, για να μπορώ να κοιμάμαι.
Στο σπίτι εκτός από το πατάρι, υπήρχαν άλλα δυο δωμάτια. Το ένα ήταν των γονιών μου, και το άλλο του αδερφού μου. Όμως κανείς από τους γονείς μου δεν ήθελε να αλλαχτεί, είχε μείνει ακριβώς όπως ήταν την ημέρα που εξαφανίστηκε, μέχρι και τα πράγματα του ήταν πεταμένα αριστερά και δεξιά.
Εγώ το μόνο δικό του που είχα, ήταν αυτά τα παπούτσια που φορούσε την ημέρα της εξαφάνισης του. Τα είχα ακουμπισμένα σε ένα “κομοδίνο” που έχω δίπλα στο κρεβάτι μου. Στην πραγματικότητα είναι μία από αυτές της παλιές κούτες, αλλά μου άρεσε γιατί επάνω είχε το μισοφέγγαρο που είχα και εγώ στον ώμο μου. Βέβαια ποτέ δεν προσπάθησα να την ανοίξω να δω τι έχει μέσα. Είχα υποσχεθεί στους γονείς μου ότι δεν θα το άνοιγα.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Ποιος ξέρει πόσο κάθισα εδώ έξω.
Αυτά παθαίνει κανείς όταν χάνετε στις σκέψεις του.
Σηκώθηκα όρθια και άρχισα και πάλι να κατευθύνομαι προς το σπίτι μου.
Μόλις μπήκα μέσα βρήκα την μητέρα μου να με περιμένει με σταυρωμένα χέρια, σημάδι ότι είχε θυμώσει.
«Τι έκανες εκεί έξω; Θες να με τρελάνεις; Υποτίθεται ότι θα καθόσουν για λίγο, όχι για όλη την ημέρα.»
«Μητέρα δεν είπα ποτέ πόσο θα κάτσω, εξάλλου το είχα ανάγκη.»
«Και τι έκανες; Πάλι μιλούσες με το αγαπημένο σου δεντράκι;»
Δεν απάντησα. Ήξερα πως η μητέρα μου ευχόταν να έκανα πραγματικούς φίλους και όχι ένα δέντρο. Ευχόταν να ήμουν πιο φυσιολογική.
«Γιατί το κάνεις αυτό κορίτσι μου; Γιατί δεν προσπαθείς να βρεις πραγματικούς φίλους, γιατί δεν προσπαθείς να συμπεριφέρεσαι λίγο πιο φυσιολογικά;» τι σας έλεγα…
«Μαμά, αυτή είμαι. Αυτό θέλω να κάνω. Αν με αγαπάς, θα το σεβαστείς. Μην μου ζητάς να αλλάξω. Αν σε έχω απογοητεύσει τόσο πια τότε πες το μου να το ξέρω.»
Δεν την άφησα να απαντήσει, έτρεξα γρήγορα προς τις ξύλινες σκάλες και άρχισα να τις ανεβαίνω με λύσσα, ώσπου έφτασα στο δωμάτιο-πατάρι μου.
Προχώρησα προς το κρεβάτι μου, όμως για άγνωστο λόγο, γλίστρησα, και έπεσα ακριβώς μπροστά στο κομοδίνο-κουτί, με το μισοφέγγαρο.
Τον τελευταίο καιρό, το πάθαινα αρκετά συχνά αυτό. Σαν να με καλούσε να το ανοίξω.
Σηκώθηκα όρθια και πήγα προς το μέρος του. Ακούμπησα τα παπούτσια του αδερφού μου στο πάτωμα, και έβαλα τα δυο μου χέρια αριστερά και δεξιά στο πάνω μέρος του κουτιού, αυτό ήταν. Θα το άνοιγα. Είχε έρθει πλέον ο καιρός. Εξάλλου, δεν ξέρω αν θα είχα ποτέ άλλοτε την ευκαιρία να το κάνω…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου