Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Κεφάλαιο 21ο Ο Άντον

Έτσι πέρασε σχεδόν ένας μήνας. Με τον Άγγελο δεν καθόμουνα και πολλές ώρες. Η κοιλιά μου πάλι είχε γίνει τεράστια και ήδη νιώθω το μωρό μου να με κλοτσάει. Εδώ και μία βδομάδα κάθομαι στο σπίτι και κάνω τα μαθήματά μου εδώ. Σήμερα ήταν Κυριακή 2 Μαρτίου. Όπου να ναι περίπου θα γεννούσα, γι αυτό τον λόγο είχε έρθει και έμενε μαζί μας και η μητέρα μου. Φοβόμουν να πάω σε μαιευτήριο να γεννήσω μήπως και καταλάβαιναν οι γιατροί ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με εμένα. Μόλις σηκώθηκα από το κρεβάτι μου που ήμουν ξαπλωμένη κατέβηκα της σκάλες και κατευθύνθηκα προς το σαλόνι όπου βρισκόταν ο Άγγελος. Κάθισα δίπλα του στον καναπέ και χώθηκα στην αγκαλιά του. Κάποια στιγμή άκουσα την μητέρα μου από την κουζίνα να με φωνάζει. Εγώ τότε σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα.
«Τι είναι μαμά τι θέλεις?»
«Τίποτα, ήθελα μόνο να δω αν είσαι…» Δεν πρόλαβε όμως να πει τίποτα άλλο και έβγαλε μία κραυγή που με τρόμαξε πάρα πολύ. Αμέσως όρμησε μέσα και ο Άγγελος και με το που μπήκε κοκάλωσε.
«Τι έγινε?» Ρώτησα, αλλά το μόνο που είπε η μητέρα μου ήταν.
«Της έσπασαν τα νερά.» Αμέσως ένιωσα κάποιον να με κρατάει αγκαλιά και να τρέχει γρήγορα προς το δωμάτιό μου. Ήταν ο Άγγελος. Μας ακολούθησε και η μητέρα μου με την Αγάπη και την Μαρίνα. Μόλις μπήκαμε μέσα στο δωμάτιό μου με ξάπλωσε στο κρεβάτι μου και κάθισε δίπλα μου.
«Μην ανησυχείς γλυκιά μου, όλα θα πάνε καλά.»
«Το ξέρω.» Του απάντησα. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν μέσα τρέχοντας η Αγάπη, η Μαρίνα και η μητέρα μου.
«Βγες έξω θα την περιποιηθούμε εμείς.» Είπε η μητέρα μου στον Άγγελο. Εκείνος με κοίταξε αγχωμένος και βγήκε έξω. Δεν κατάλαβα τι ακριβώς έγινε, δεν ένιωσα τίποτα κάποια στιγμή άκουσα κλάματα μωρού. Προσπαθούσα όλη αυτήν την ώρα να μην σκέπτομαι τίποτα παρά μόνο το παιδί μου.
«Είναι αγόρι.» Άκουσα την μητέρα μου να λέει.
«Δώσε μου τον εδώ.» Είπα παρακλητικά και τον πείρα στην αγκαλιά μου, έπειτα τον έβαλα να θηλάσει. Ύστερα από λίγα λεπτά μπήκε μέσα ο Άγγελος και ήρθε και κάθισε δίπλα μου κάνοντας νόημα στους υπόλοιπους να φύγουν.
«Τελικά είναι αγόρι.» Του είπα.
«Είναι πολύ όμορφος.»
«Σαν εσένα.»
«Όχι σαν εσένα.» Μου είπε και με φίλησε.
«Μα εσένα σου μοιάζει περισσότερο. Έχει τα μάτια σου. Μου αρέσει που έχει τα μάτια σου.»
«Έχει όμως τα μαλλιά σου.»
«Θα προτιμούσα να είχε τα δικά σου. Είναι πιο ωραίο χρώμα το καστανοκόκκινο από το σκούρο καφέ.» Του απάντησα και τον ξαναφίλησα.
«Πως θα τον ονομάσουμε?»
«Δεν ξέρω, αν θες μπορούμε να του δώσουμε το όνομα του πατέρα σου.»
«Όχι, θέλω να είναι δικιά σου επιλογή.»
«Τότε πως σου φαίνετε το Άντον?»
«Μου αρέσει πάρα πολύ, όπως εσύ η ίδια. Δώσε μου τον λίγο να τον δω.» Μου είπε και τον σήκωσε αγκαλιά.
«Γεια σου μικρέ Άντον.» Είπε και τον φίλησε. Έπειτα μου τον έδωσε πάλι.
«Θα γίνεις πολύ καλός πατέρας.»
«Και εσύ μία υπέροχη μητέρα.» Όταν μου το είπε αυτό θέλησα να σηκωθώ για να κάτσω πιο κοντά του.
«Όχι, εσύ θα μείνεις εκεί. Τα κορίτσια φέρνουν μία κούνια που έχουν πάρει για τον μικρό και θα τον βάλουμε εδώ δίπλα σου.»
«Δεν θέλω να με αφήσεις μόνη μου. Σε παρακαλώ, θα κοιμηθείς μαζί μου?»
«Δεν ξέρω, χρειάζεσαι χώρο και ξεκούραση.»
«Σε παρακαλώ.» Του είπα όσο πιο γλυκά και ναζιάρικα μπορούσα. «Όχι, δεν κάνει, πρέπει να ξεκουραστείς και πρέπει να έχεις τον χώρο σου. Αλλά αν θέλεις μπορώ να μείνω εδώ μέχρι να κοιμηθείς.»
«Ναι.» Του είπα χαρούμενα. Μετά από λίγα λεπτά μπήκε μέσα η Αγάπη και η Μαρίνα και αφήσανε δίπλα στο κρεβάτι μου μία μικρή κούνια, έπειτα αφού βάλανε κάτι στον Άντον για να μην κρυώσει και με ρώτησαν αν είμαι καλά βγήκαν έξω. Πάνω που πήγα να ηρεμίσω μπήκαν μέσα ο Παύλος και ο Ντέιβ.
«Μάντι, πως είσαι? Ο ανιψιός μου τι κάνει?» Με ρώτησε ο Ντέιβ με ένα χαμόγελο έως τα αυτιά.
«Μάντι ελπίζω να είσαι καλά.» Μου είπε ο Παύλος και με κοίταξε αγχωμένος.
«Είμαι μια χαρά.» Τον διαβεβαίωσα.
«Σίγουρα?»
«Ναι.»
«Έχετε σκεφτεί πως θα τον βαφτίσουμε?» Με ρώτησε ο Παύλος και ένα χαμόγελο άστραψε και με μιας έφυγε από το πρόσωπό του η αγωνία και το άγχος που είχε πριν.
«Λέμε Άντον.» Του είπε ο Άγγελος.
«Είναι υπέροχο όνομα. Λοιπόν εμείς καλύτερα να πηγαίνουμε γιατί η Μάντι θα πρέπει να ξεκουραστεί.» Είπε ο Παύλος και τράβηξε τον Ντέιβ και βγήκαν έξω. Έπειτα εγώ αφότου κάθισε ο Άγγελος δίπλα μου και μου σιγοτραγούδησε ένα τραγούδι με πείρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησα το πρωί ένιωσα κάποιον να μου κρατάει το χέρι και είδα πως δίπλα μου καθισμένος στο πάτωμα βρισκόταν ο Άγγελος. Θα πρέπει να έμεινε δίπλα μου όλη την νύχτα και να τον πείρε ο ύπνος. Δεν ήθελα να τον ξυπνήσω αλλά έπρεπε γιατί αλλιώς θα πιανόταν αν δεν είχε πιαστεί ήδη.
«Αγάπη μου, ξύπνα. Ξύπνα γλυκέ μου γιατί αλλιώς μετά θα πονάς.» Του είπα και τον φίλησα στο μέτωπο. Εκείνος άνοιξε αμέσως τα μάτια του και ξαφνικά πετάχτηκε όρθιος.
«Ηρέμισε μωρό μου, εγώ ήμουν, συγνώμη που σε ξύπνησα αλλά θα πιανόσουνα εκεί.»
«Μην ανησυχείς.»
«Μα γιατί δεν πήγες να κοιμηθείς?»
«Δεν ήθελα να φύγω από κοντά σας. Ανησυχούσα για εσάς.»
«Ο Άντον που είναι?» Τον ρώτησα ανήσυχα.
«Εδώ, κοιμάται στην κούνια του.» Μου είπε και τον έβγαλε από την κούνια του και τον έβαλε στην αγκαλιά μου. Αφότου θήλασε αρκετά εγώ αποφάσισα να σηκωθώ.
«Μα είσαι ακόμα κουρασμένη.» Μου είπε ο Άγγελος και προσπάθησε να με βάλει να ξανακαθίσω.
«Όχι, δεν είμαι. Είμαι μια χαρά, μην ανησυχείς. Και τώρα θα σηκωθώ και θα κατέβω κάτω να δω τι κάνουν τα παιδιά.» Του είπα και σηκώθηκα από το κρεβάτι με τον άντον ακόμα στην αγκαλιά του.
«Μα…»
«Δεν έχει μα, εξάλλου θέλω να συζητήσουμε για τον μικρό, υπάρχει ξέρεις ένα θέμα που δεν το έχουμε συζητήσει ακόμα.»
«Καλά.» Μου είπε και πέρασε το χέρι του γύρω από την μέση μου. Έπειτα βγήκαμε μαζί από το δωμάτιο και κατεβήκαμε κάτω. Μόλις φτάσαμε κάτω πήγαμε και καθίσαμε στο σαλόνι σε έναν καναπέ.
«Βρε καλώς τους.» Μας είπε η Μαρίνα και κατευθύνθικε προς τα εμάς.
«Γεια σου Μαρίνα.» Την χαιρέτησα εγώ και εκείνη μου χάρισε το πιο αστραφτερό της χαμόγελο.
«Μπορώ να τον πάρω λίγο?» Με ρώτησε.
«Ναι φυσικά.» Της είπα και της τον έδωσα.
«Είναι πολύ όμορφος.»
«Ναι είναι το γλυκό μου.» Είπε η μητέρα μου μόλις μπήκε μέσα.
«Μαρίνα δεν πήγες σχολείο?»
«Κανείς από εμάς δεν πήγε.»
«Τότε θα μπορούσες σε παρακαλώ να τους φωνάξεις? Θέλω να τους μιλήσω.» Της είπα και εκείνη μου έδωσε αμέσως τον Άντον, έπειτα βγήκε έξω τρέχοντας.
«Για πιο θέμα θέλεις να συζητήσουμε γλυκιά μου?» Μου είπε ο Άγγελος και με φίλησε τρυφερά στο μέτωπο.
«Ανησυχώ για το αν ο Άντον θα είναι φυσιολογικός ή όχι.»
«Δεν ξέρω αν θα είναι σαν και εμάς αλλά δεν νομίζω να είναι σαν τα υπόλοιπα παιδιά.» Πρόλαβε να μου πει και αμέσως ακούσαμε φωνές και είδαμε την Ρασέλ να μπαίνει τρέχοντας μέσα και να κατευθύνεται προς το μέρος μας.
«Θεία, αυτός είναι ο ξάδερφός μου?» Με ρώτησε όλο χαρά.
«Ναι γλυκιά μου.»
«Άχου είναι πολύ όμορφος.» Είπε και ήρθε και έκατσε δίπλα μου στον καναπέ. Μετά από λίγο μπήκε μέσα και η Αγάπη.
«Μάντι, τι είναι αυτό που θες να μας πεις? Έπαθε τίποτα το μωρό?» Με ρώτησε αγχωμένη.
«Περίπου. Να, ανησυχώ για το αν θα είναι φυσιολογικός.» Επανέλαβα τα ίδια λόγια που είχα πει προηγούμενος και στον Άγγελο.
«Περίμενε να έρθει ο Νικ, εκείνος θα ξέρει σίγουρα.» Μου είπε και φώναξε τους υπόλοιπους να κάνουν πιο γρήγορα. Μόλις μπήκανε μέσα και καθίσανε μίλησα στον Νικ.
«Νικ, αν δεν ξέρεις εσύ δεν ξέρω ποιος θα ξέρει.»
«Πες μου Μάντι.»
«Ανησυχώ για το αν ο Άντον θα είναι φυσιολογικός ή όχι.» Του είπα και έσφιξα το μωρό μου πιο πολύ στην αγκαλιά μου.
«Δεν σας είχα πει τελείως την αλήθεια για μένα. Σας είπα ότι η μητέρα μου είχε πει να με προσέχει η θεία μου μέχρι να γίνω έξι.
Η αλήθεια είναι ότι εγώ έγινα έξι μέσα σε έξι εβδομάδες. Μόλις έγινα έξι όμως σταμάτησα να μεγαλώνω τόσο γρήγορα και άρχισα να μεγαλώνω φυσιολογικά όπως κάθε άλλο παιδί, αν θεωρείται φυσιολογικό να έχεις γονείς που να μεταμορφώνονται σε αετό και να σου μαθαίνουν να το κάνεις και εσύ. Γι αυτό και πιστεύω, αν και δεν είμαι απολύτως σίγουρος, ότι μάλλον ο μικρός σε έξι εβδομάδες θα είναι έξι δηλαδή στην ηλικία της Ρασέλ και πως θα είναι σαν εσάς.» Όση ώρα μίλαγε εγώ τον άκουγα με ανοιχτό το στόμα. Δηλαδή ο μικρούλης μου, σε λίγο καιρό θα μεγάλωνε τόσο?
Οι άλλοι είχανε μείνει το ίδιο άφωνοι με εμένα, όλοι εκτός από την μητέρα μου.
«Δηλαδή θα πρέπει μέσα σε μία εβδομάδα να ετοιμάσουμε τα βαφτίσια του Άντον? Πώπω έχουμε πολύ δουλειά, λοιπόν Παύλο και Μαρίνα, ελάτε μαζί μου. Θα πάμε στον ιερέα της περιοχής να κανονίσουμε για την επόμενη βδομάδα. Γρήγορα.» Τους είπε και τράβηξε την Μαρίνα από το χέρι. Εκείνη με κοίταξε με ένα απελπισμένο ύφος ζητώντας βοήθεια αλλά εγώ το μόνο που έκανα ήταν να σκάσω στα γέλια.
«Τι είναι τόσο αστείο?» Με ρώτησε ο Άγγελος φιλώντας με στο λαιμό.
«Το όλο πράγμα. Το ότι σε μία εβδομάδα θα έχουμε βαφτίσια. Το ότι ο γιος μας σε ενάμιση μήνα θα είναι συνομήλικος με την Ρασέλ. Και όλα αυτά.» Του είπα μόλις σταμάτησα να γελάω.
«Δηλαδή θεία του χρόνου θα πηγαίνουμε μαζί σχολείο? Τέλεια. Όμως θεία εσύ είσαι 17 και σε τρεις εβδομάδες γίνεσαι 18, άμα ο Άντον είναι έξι, τι θα πεις στους υπόλοιπους ανθρώπους που θα αναρωτιούνται πως είναι δυνατόν να είναι παιδί σου, γιατί θα έπρεπε να ήσουν 12 όταν θα είχε γεννηθεί.»
«Αυτό δεν το είχα σκεφτεί, και έχεις πολύ δίκιο μικρή μου.» Της είπα και της χάιδεψα το μάγουλο. Έπειτα γύρισα και κοίταξα τον Άγγελο στα μάτια. Ήταν πολύ σκεφτικός
«Μπορούμε να πούμε πως είναι αδερφός της Ρασέλ.»
«Όμως αυτοί που φέρανε την Ρασέλ στο σπίτι θα το ήξεραν αν η αδερφή μου είχε και άλλο παιδί.»
«Μπορούμε να πούμε πως τον έχουμε υιοθετήσει.»
«Μα άμα μας ζητήσουνε τα χαρτιά της υιοθεσίας?»
«Θα φτιάξουμε ψεύτικα, σε παρακαλώ γλυκιά μου, μην ανησυχείς. Θα τα καταφέρουμε.» Μου είπε και με φίλησε τρυφερά.
«Έχεις δίκιο.» Μουρμούρισα και έσφιξα το χέρι του. Έπειτα έστρεψα την προσοχή μου στον Άντον. Κοιμότανε, ήτανε τόσο ήρεμος και γλυκός. Πέρασε αρκετή ώρα και κατά τις 14:00 ήρθανε η Μαρίνα με τον Παύλο και την μητέρα μου.
«Λοιπόν, βρήκαμε, την επόμενη Τρίτη θα τον βαφτίσουμε.» Είπε η μητέρα μου όλο χαρά. Κάποια στιγμή ο Άντον άρχισε να κλαίει, πρέπει να έβλεπε κάποιο κακό όνειρο.
«Ήσυχα, ηρέμισε αγοράκι μου. Σε παρακαλώ, η μαμά είναι εδώ.» Του είπα τρυφερά, όταν ξάφνου το ωραίο σωματάκι του Άντον άλλαξε και έγινε ένα μικρό νεογέννητο λυκάκι. Στην αρχή τρόμαξα.
«Άγγελε.» Φώναξα αναστατωμένα και ενώ βρισκότανε στην κουζίνα έφτασε δίπλα μου γρήγορα.
«Τι έγινε? Πως το έκανε αυτό?» Ρώτησε αναστατωμένος.
«Δεν ξέρω, άρχισε να κλαίει και έτσι απλά μεταμορφώθηκε.» Του είπα ενώ ακόμα ο Άντον έκλαιγε στην μορφή του λύκου, για την ακρίβεια έβγαζε λυκίσιες φωνούλες.
«Μα πως θα τον κάνουμε να αλλάξει.»
«Πρέπει να τον ηρεμίσετε.» Μου είπε ο Νικ μόλις μπήκε μέσα και έτρεξε δίπλα μας.
«Πως?»
«Τραγούδησέ του ένα τραγούδι.» Μου είπε και εγώ άρχισα να του λέω ένα νανούρισμα που μου έλεγε η μητέρα μου όταν ήμουν μικρή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου