Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Κεφάλαιο 20ο Στο σπίτι

Στο σπίτι όλοι είχαν πεθάνει από την αγωνία τους. Μόλις μας είδαν να εμφανιζόμαστε ξαφνικά στο σαλόνι έτρεξαν όλοι να δούνε αν ήμασταν καλά.
«Είστε καλά;» Μας ρώτησε η Μαρίνα.
«Μια χαρά. Μόνο που μαζί μας θα μείνει άλλος ένας νεαρός που μοιάζει λίγο με εμάς. Από εδώ ο Νίκολας ή αλλιώς Νικ. Όπως εμείς μπορούμε να γινόμαστε λύκοι εκείνος μπορεί να γίνετε αετός.» Είπε ο Άγγελος ενώ έδειχνε τον Νικ. Εκείνη την στιγμή έπεσε το μάτι μου στην Ρασέλ. Ήταν ξαπλωμένη στο πάτωμα και εξουθενωμένη από όλα αυτά που έκανε σήμερα. Και γι αυτό έφταιγα εγώ. Είχα υποσχεθεί κατά κάποιον τρόπο στον πατέρα της ότι θα την βοηθούσα εγώ με τα μαγικά της όμως δεν το έκανα και κάνει ότι μπορεί μόνη της και έτσι τώρα είναι εξουθενωμένη. Πήγα και την πείρα αγκαλιά.
«Δεν μπορείς να την κουβαλήσεις στην κατάστασή σου.» Μου φώναξε η Μαρίνα. Εγώ δεν της έδωσα σημασία και άρχισα να ανεβαίνω τις σκάλες όταν ξαφνικά ήρθε δίπλα μου ο Άγγελος.
«Δώσε την μου, δεν πρέπει να κουβαλάς βάρος στην κατάστασή σου.»
«Μπορώ.»
«Δεν είπα ότι δεν μπορείς αλλά ότι δεν κάνει.»
«Καλά, ορίστε.» Είπα και του την έδωσα έπειτα τον ακολούθησα που την πήγε στο κρεβατάκι της να ξαπλώσει. Έπειτα πήγα και έστρωσα τον καναπέ στο δωμάτιο των αγοριών διότι θα κοιμόταν εκεί για λίγο καιρό ο Νίκ μέχρι να του φέρουμε κρεβάτι. Όταν τελείωσα κατέβηκα κάτω και κάθισα μαζί με τους υπόλοιπους στο σαλόνι.
«Λοιπόν Νικ. Από πού είσαι; Και πως ανακάλυψες τις ικανότητες σου;» Τον ρώτησε ο Παύλος.
«Είμαι από το Πήλιο. Ξέρεις εκεί υπάρχουν πολλοί αετοί. Εμένα από μικρός όταν ήμουν κατά κάποιον τρόπο επικοινωνούσα μαζί τους. Ανέβαινα στις κορυφές τον βουνών και τους φώναζα και εκείνοι έρχονταν και κάθονταν μαζί μου. Μια μέρα είδα τον αγαπημένο μου αετό να μου κάνει νόημα να ανέβω πάνω του, ήμουν 6 χρονών και εκείνος ήταν τεράστιος έτσι δεν του ήμουν βαρύς. Ανέβηκα πάνω του και με πήγε πετώντας στην φωλιά του, εκεί μεταμορφώθηκε σε άνθρωπος. Ήταν μια νεαρή γυναίκα γύρω στα 35 η οποία μου εξήγησε γιατί μου άρεσαν οι αετοί και γιατί εκείνη ήταν συνέχεια κοντά μου και με πρόσεχε. Ήταν η πραγματική μου μητέρα. Η γυναίκα που με πρόσεχε μέχρι εκείνη την στιγμή ήταν η αδερφή της, η θεία μου και θα με φρόντιζε μέχρι να γινόμουν έξι χρονών. Η μητέρα μου ήταν καλή γυναίκα, με μεγάλωσε σωστά, μαθαίνοντας μου να μεταμορφώνομαι και να πετάω. Ώσπου μια μέρα οι κυνηγοί την σκότωσαν. Τότε ήμουν 14 χρονών δηλαδή πριν από 5 χρόνια περίπου. Μόλις το έμαθα αυτό έφυγα από εκείνο το μέρος και έμενα μόνος μου. Έτσι είχα να δω άνθρωπο χρόνια ολόκληρα, να γιατί σας φέρθηκα έτσι, με είχε πιάσει η μανία μου.»
«Καημένε Νικ. Την αγαπούσες πολύ την μαμά σου ε?» Τον ρώτησα εγώ.
«Όσο αγαπάει ένα παιδί την μητέρα του. Βέβαια κατάφερα και εκπαιδεύτηκα και σε άλλα θέματα τον καιρό που έμεινα μόνος μου. Όπως π.χ. στο να καταλαβαίνω την μυρουδιά κάποιου, ή ακόμα και στην μαντική.»
«Αλήθεια?» Εγώ ήμουν πολύ ενθουσιασμένη που είχαμε τον Νικ στην παρέα μας και του έκανα συνέχεια ερωτήσεις για το παρελθόν του και γενικός για διάφορα θέματα, αλλά κάθε φορά που ρωτούσα κάτι τόσο πιο πολύ ένιωθα τον Άγγελο να με σφίγγει πιο κοντά του. Κάποια στιγμή γύρισα και τον κοίταξα, ήταν πολύ σφιγμένος και μου φάνηκε πως άκουσα ένα γρύλισμα να βγαίνει από το στήθος του. Πρέπει να το άκουσε και ο Νικ αλλά δεν του έδωσε σημασία.
«Μάντι έλα λίγο μαζί μου σε παρακαλώ.» Μου ζήτησε παρακλητικά ο Άγγελος.
«Εντάξει.» Του είπα και με τράβηξε από το χέρι να σηκωθώ. Έπειτα βγήκαμε και οι δύο έξω από το σπίτι.
«Τι γίνεται?»
«Τι γίνεται που?» Τον ρώτησα εγώ.
«Μέσα με τον Νικ.»
«Δεν έγινε τίποτα.»
«Θα φλερτάρετε για πολύ ακόμα μπροστά μου?» Συνέχισε ο Άγγελος.
«Α, κατάλαβα, ζηλεύεις ε?» Τον ρώτησα.
«Όχι, πως σου ήρθε αυτό?»
«Ναι ζηλεύεις.»
«Όχι, δεν ζηλεύω. Αλλά δεν μου είπες θα φλερτάρεις για πολλή ώρα ακόμα με τον Νικ.»
«Είσαι μία ζηλιαρόγατα.» Του είπα παιχνιδιάρικα και του τσίμπησα την μύτη.
«Όχι, δεν ζηλεύω.»
«Απόδειξέ το.» Του είπα και αυτός έσκυψε και με φίλησε. Με φίλησε τόσο τρυφερά και τόσο γλυκά όσο ποτέ άλλοτε.
«Σε αγαπάω.» Του είπα και σφίχτηκα πιο πολύ στην αγκαλιά του.
«Κι εγώ, αλλά ορισμένες φορές φοβάμαι τόσο πολύ να μην σε χάσω που γίνομαι παράλογος.»
«Άρα το παραδέχεσαι ότι ζηλεύεις.»
«Πώπω είσαι πολύ πεισματάρα. Ναι το παραδέχομαι.»
«Συγνώμη, αλλά το ξέρεις πως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Οπότε δεν χρειάζεται να φοβάσαι ότι θα με χάσεις.» Του είπα και σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου για να καταφέρω να τον φιλήσω.
«Λοιπόν πήγαινε τώρα να διαβάσεις και όταν τελειώσεις θα έρθεις να με βρεις, εντάξει?»
«Μα…»
«Δεν έχει μα, δεν θα παραμελήσεις το σχολείο σου για τίποτα.»
«Όχου, καλά.» Του είπα και του έβγαλα παιχνιδιάρικα την γλώσσα. Έπειτα μπήκα μέσα τρέχοντας και ανέβηκα στο δωμάτιο μου. Εκεί βρήκα και την Αγάπη να διαβάζει. Πήρα τα μαθήματα μου και κάθισα να διαβάσω για την αυριανή ημέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου