Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

18ο κεφάλαιο ΧΑΡΕΣ ΚΑΙ ΔΑΚΡΙΑ

Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων περάσαμε πολύ ωραία. Μετά το φαγητό η Ρασέλ ανέβηκε και κοιμήθηκε στο δωμάτιο μου ενώ εγώ με την Αγάπη κοιμηθήκαμε στο σαλόνι. Εμένα μου ήταν αρκετά δύσκολο να κοιμηθώ. Το μυαλό μου σκεφτόταν συνέχεια το μωρό που κουβαλάω και τον Άγγελο. Φοβόμουνα, για την ακρίβεια δεν ήξερα αν ήταν σωστή η απόφαση που είχα πάρει. Στο τέλος με παρηγόρησε ότι αύριο θα επιστρέφαμε και πάλι στο σπίτι μας και με αυτήν την σκέψη αποκοιμήθηκα. Το πρωί που ξύπνησα όλοι οι άλλοι κάθονταν στην τραπεζαρία και συζητούσανε. Δεν μπορούσαν να καθίσουν στο σαλόνι γιατί εκεί κοιμόμουν εγώ. Σηκώθηκα έστρωσα τον καναπέ και αφού τους καλημέρισα όλους μπήκα στην τουαλέτα για να αλλάξω, έπειτα πήγα και κάθισα μαζί τους αλλά τώρα είχαν μεταφερθεί στο σαλόνι.
«Τι κάνετε; Καλά είστε;» Τους ρώτησα.
«Μια χαρά είμαστε. Εσύ;»
«Μια χαρά είμαι και εγώ.» Τους είπα και έπειτα έστρεψα την προσοχή μου στη Ρασέλ και στην Αγάπη. «Κορίτσια μετά το πρωινό φεύγουμε. Εντάξει;»
«Εντάξει Μάντι» μου απάντησαν και οι δύο με μία φωνή. Έπειτα η Ρασέλ έτρεξε στην κουζίνα και πείρε λίγη φρυγανιά με μέλι.
«Εσύ δεν θα φας;» Ρώτησα την Αγάπη.
«Όχι δεν πεινάω. Εσύ.»
«Ούτε εγώ.» Της απάντησα και πήγα στην κουζίνα να βρω την Ρασέλ. Όταν έφτασα είχε μόλις τελειώσει το πρωινό της και ήταν έτυμη να φύγουμε.
«Ρασέλ πήγαινε να χαιρετίσεις τον παππού και την γιαγιά και φεύγουμε.» Της είπα και της έδειξα προς το σαλόνι που βρίσκονταν οι γονείς μου. Εκείνη έτρεξε γρήγορα προς εκείνη την κατεύθυνση και επέστρεψε μετά από λίγο με την Αγάπη. Αφού χαιρέτισα και εγώ τους γονείς μου ξεκινήσαμε για το σπίτι μας.
Βγήκαμε έξω και αφού φτάσαμε στο δάσος εγώ και η Αγάπη αλλάξαμε μορφή ενώ η Ρασέλ ανέβηκε επάνω μου, έπειτα τρέξαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε προς το σπίτι. Όταν πια φτάσαμε η ώρα ήτανε πια 13:30. Εγώ με την Αγάπη αλλάξαμε μορφή και μπήκαμε μέσα με την Ρασέλ από πίσω μας. Τα παιδιά δεν ήξεραν τίποτα για το παιδί που κουβαλούσα μέσα μου. Εγώ και ο Άγγελος είχαμε ζητήσει από τον Ντέιβ και την Αγάπη να μην τους πουν τίποτα. Μόλις μπήκαμε μέσα ο Άγγελος και ο Ντέιβ ήρθαν προς το μέρος μας. Δεν πρόλαβα να ανοιγοκλείσω τα βλέφαρα μου και είδα τον Ντείβ και την Αγάπη να φιλιούνται και μετά από λίγα δευτερόλεπτα γινόταν το ίδιο και με εμένα και τον Άγγελο. Ύστερα από λίγο είδα την Μαρίνα να έρχεται προς το μέρος μας. Η Μαρίνα ήταν η τσαμπουκαλού της παρέας της άρεσε να προκαλεί τον άλλον για τα πάντα και να μας κάνει τον μάγκα άλλα αυτά με εμάς δεν έπιαναν.
«Λιπών Μάντι και Αγάπη δεν ξέρω τι συμβαίνει αλλά τα αγόρια σας προσπαθούν να μας κρύψουν κάτι από την ώρα που ήρθανε μέσα. Λοιπόν ή θα μου πείτε τι συμβαίνει ή εγώ φεύγω.» Μας είπε η Μαρίνα μόρτικα.
«Κάτσε βρε Μαρίνα αμέσως να φύγεις.» Της είπα εγώ και την τράβηξα από το χέρι.
«Μην μας το χαλάς τώρα.» Συμπλήρωσε η Αγάπη.
«Έλα βρε Μαρινάκι τώρα, που σε λίγο καιρό θα γίνετε εσύ και ο Παύλος νονοί, μην μας το χαλάτε.» Είπε ο Άγγελος και με αγκάλιασε από τους ώμους ενώ εγώ τον κοίταζα έκπληκτη. Ήταν πολύ καλό εκ μέρους του να ζητήσει από τον Παύλο και την Μαρίνα να βαφτίσουνε το μωρό μας. Ο Παύλος και η Μαρίνα ήταν οι καλύτεροι μου φίλοι και εκείνος το ήξερε και γι αυτό και τους το είπε. Ο Παύλος εντωμεταξύ είχε σηκωθεί από τον καναπέ που καθόταν στο σαλόνι και καθόταν δίπλα στην Μαρίνα έκπληκτος με αυτό που είχε ακούσει. Το ίδιο και η Μαρίνα.
«Αν φυσικά θέλετε.» Συμπλήρωσα εγώ μετά από λίγο. Πέρασαν λίγα λεπτά χωρίς να ακούγετε τίποτα άλλο εκτός από τον αέρα που έπαιζε με τα φίλα των δέντρων έξω από το σπίτι ώσπου κάποια στιγμή την σιγή έκοψε η Μαρίνα.
«Τι είπατε;» Είπε και κοίταζε μία εμένα και μία τον Άγγελο.
«Τι εννοείτε;» Συνέχισε την πρόταση της ο Παύλος.
«Εννοούν ότι εγώ θα γίνω θείος.» Είπε ο Ντείβ και πήγε και στάθηκε πίσω από τον Άγγελο.
«Και ότι εγώ θα αποκτήσω ξαδερφάκι.» Συνέχισε η Ρασέλ με την τραγουδιστή φωνή της δίχως να χάσει ευκαιρία να πάρει μέρος στην συζήτηση χαϊδεύοντας την κοιλιά μου.
«Κατάλαβα καλά…;» Άκουσα κάποιον να ρωτάει και είδα την Βαλεντίνα να μπαίνει εκείνη την στιγμή μέσα στο δωμάτιο.
«Η Μάντι είναι έγκυος.» Κατάφερε να τελείωση την πρόταση της.
«Ναι.» Της απάντησα εγώ και μετά στράφηκα προς την Μαρίνα και τον Παύλο.
«Εσείς παιδιά θέλετε να βαφτίσετε το παιδί μας;» Τους ρώτησα.
«Φυσικά.» Απάντησε τότε ο Παύλος και έτρεξε προς το μέρος μου και με σήκωσε στην αγκαλιά του λες και ήμουν κανένα μικρό μωρό. Εγώ ξαφνικά άρχισα να γελάω καθώς εκείνος με έκανε γύρω, γύρω.
«Σταμάτα καλέ θα ζαλιστεί.» Του φώναξε η Μαρίνα και εκείνος σταμάτησε απότομα με αποτέλεσμα όταν με άφησε κάτω να μην μπορούσα να στηριχτώ στα πόδια μου. Αλλά αμέσως σχεδόν την θέση των στιβαρών χεριών του Παύλου βρήκαν τα γνωστά χέρια του Άγγελου ο οποίος με σήκωσε στην αγκαλιά του και με φίλησε τρυφερά στο μέτωπο. Έπειτα με άφησε απαλά στο έδαφος και πρόσεξα πως η Μαρίνα καθόταν σκεφτική στην άκρη του καναπέ του σαλονιού. Άφησα το χέρι του Άγγελου και πήγα και έκατσα δίπλα της.
«Τι έχεις Μαριδάκι.» Της είπα χαμογελαστά. Μαριδάκι την λέγανε τα παιδιά όταν ήμασταν μικρότερες έτσι για να την πειράξουν.
«1ον δεν με λένε Μαριδάκι και 2ον ανησυχώ για σένα. Είσαι σίγουρη γι αυτό, και οι σπουδές σου; Τι θα γίνει, και από ότι μου εξήγησε η Αγάπη το μωρό θα γεννηθεί σε περίπου δύο μήνες μετά τα Χριστούγεννα, τι θα κάνεις με το σχολείο. Τελευταία χρονιά είναι φέτος.»
«Ηρέμισε, άκου την τελευταία εβδομάδα της εγκυμοσύνης δεν θα έρθω στο σχολείο. Ο Άγγελος ούτως ή άλλως έχει τελειώσει το σχολείο και θα μένει σπίτι με την Ρασέλ οπότε θα τα καταφέρω μην ανησυχείς.»
«Μόνο υποσχέσου μου ότι δεν θα παραμελήσεις το σχολείο.»
«Εντάξει το υπόσχομαι. Σαν την αδερφή μου κάνεις.» Είπα και αμέσως έσκυψα το κεφάλι ενώ δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια μου. «Έτσι μου έλεγε και εκείνη συνέχεια. Όταν με κάποιους φίλους μου φτιάξαμε συγκρότημα, όταν πήγα σε μουσικό σχολείο, όταν…» Είπα και σταμάτησα να μιλάω. Τώρα έκλαιγα με λυγμούς. Έπειτα από λίγο ένιωσα κάποιον να μου σκουπίζει τα μάτια. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα τον Άγγελο να με κοιτάει.
«Μην κλαις γλυκιά μου. Το καταλαβαίνω ότι σου λείπει η αδερφή σου. Σε παρακαλώ μην κλαις.» Μου είπε όσο πιο τρυφερά μπορούσε.
«Εσύ δεν καταλαβαίνεις τίποτα.» Του φώναξα. «Εσύ δεν έχεις χάσει κανέναν από την οικογένειά σου. Δεν ξέρεις τίποτα.» Είπα και τράβηξα το χέρι μου από το δικό του ενώ αμέσως μετά έτρεξα στις σκάλες και ανέβηκα στο δωμάτιο μου. Μόλις μπήκα μέσα ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και συνέχισα να κλαίω. Από κάτω άκουγα ομιλίες. Ανάμεσα τους ξεχώρισα την φωνή της Μαρίνας και του Άγγελου.
«Μην στενοχωριέσαι, θα της περάσει. Φταίνε οι ορμόνες της τώρα με την εγκυμοσύνη την τρελαίνουν.» Άκουσα την Μαρίνα να λέει στον Άγγελο.
«Μάλλον έχεις δίκιο.» Της απάντησε ο Άγγελος με μια θλιμμένη φωνή. Μα τι σκεφτόμουν, γιατί του φώναξα; Μάλλον είχε δίκιο η Μαρίνα. Έπειτα από λίγο άκουσα την πόρτα του δωματίου να ανοίγει και είδα να μπαίνει μέσα ο Άγγελος διστακτικά. Εγώ σηκώθηκα όρθια και έπεσα πάνω του.
«Συ-γνώ-μη.» Κατάφερα να του πω μέσα από τους λυγμούς μου.«Δεν… δεν ξέρω τι, τι με έπιασε.»
«Σους. Ηρέμισε, όλα θα πάνε καλά, όλα θα πάνε καλά.» Μου ψιθύρισε στο αυτί και μετά με φίλησε στα μαλλιά.
«Δεν ήθελα να σου μιλήσω έτσι. Συγνώμη.»
«Μην μου ζητάς συγνώμη, δεν φταις εσύ. Είσαι κουρασμένη. Έλα ξάπλωσε για λίγο και θα σε ξυπνήσω εγώ για το βραδινό ή μήπως θέλεις να έρθεις κάτω να φας;»
«Όχι δεν πεινάω, θα κοιμηθώ λιγάκι. Συγνώμη και πάλι.» Του είπα και τον φίλησα προτού απομακρυνθώ από εκείνον και ξαπλώσω στο κρεβάτι μου. Δεν πρόλαβα να κλείσω τα μάτια μου και με πείρε ο ύπνος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου